torstai 10. syyskuuta 2015

Όλαβι Πάαβολάινεν, Ζοφερός μονόλογος



Όλαβι Πάαβολάινεν, Ζοφερός μονόλογος.

[…]
Τα Δαρδανέλια, μια από τις πυριτιδαποθήκες της Ευρώπης, τα προσπερνάμε κοντά στα μεσάνυχτα. Οι ακτές των στενών περνούν μέσα στην ομίχλη σαν τρομακτικές σκιές. Κάθομαι στo σκοτάδι, μέσα στην καμπίνα μου, και κοιτάζω από το στρογγυλό φινιστρίνι. Μια τέτοια νύχτα άραγε να κατασκεύασε τη γέφυρά του ο Ξέρξης ή να πέρασε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο ο Μπάιρον ενώ η ομίχλη κατέκλυζε τα στενά κι έβγαινε στο Αιγαίο και το φεγγάρι ταξίδευε μέσα στην απόκοσμη φωτεινή ομίχλη;
Νύχτα στο Αιγαίο. Ξαγρυπνώ γεμάτος αγωνία σε ένα άδειο σαλόνι. Πόσο αηδιάζω ξεφυλλίζοντας τα αστικά περιοδικά, ακόμα και κάποια ημιαστικά όπως το «LIlustration» ή το «Illustrated London News». Είναι αλήθεια ότι ιδίως τα περιοδικά αντανακλούν πολύ καλά την ανομοιογενή κουλτούρα της εποχής μας. Τι απερίσκεπτο και παιδιάστικο χάος προσφέρουν όλα αυτά τα μοντέρνα περιοδικά όπως το «Match»! Ήδη από τους τίτλους καταλαβαίνεις: «Τα πενηντάχρονα του πύργου του Άιφελ», «Η Carole Lombard και ο William Powell», «Όμορφη μόνο για εκείνον», «40 αθάνατοι=2935 χρόνια» (εννοεί τη γαλλική Ακαδημία), «Σανατόριο λεπρών», «Ήταν φτωχοί, τώρα πλούτισαν», (Το ράλι της Auteuil, πρώτο βραβείο 3.500 φράγκα). Και το καλύτερο για το τέλος, μια και το περιοδικό είναι γαλλικό: Les Pages dHitler –οι σελίδες του Χίτλερ– που «αντιπροσωπεύουν πάλι grâce, finesse et beauté».
Ένα συνονθύλευμα πολιτισμού, κατασκοπείας και απειλών πολέμου… Βρίσκομαι πάλι στην παλιά γνωστή Ευρώπη. Είναι 25 Αυγούστου 1939.


Ξημερώματα στην Ελλάδα

Ξυπνάω γύρω στις πέντε και βγαίνω με τις πιζάμες στο κατάστρωμα. Η νυχτερινή ομίχλη αρχίζει να διαλύεται, αλλά το κατάστρωμα και τα κάγκελα γυαλίζουν ακόμα από την υγρασία. Ο πρωινός άνεμος μόλις έχει ξυπνήσει και αρχίζει δροσερός, ίσως και κρύος, να σκουπίζει την ομίχλη από τα γκρίζα και βιολετιά κύματα. Με τις μπερδεμένες και απεχθείς εμπειρίες της περασμένης νύχτας ακόμα στο μυαλό μου, καρφώνω τα μάτια στην πρωινή θάλασσα, όταν ξαφνικά στα δεξιά μου αστράφτει ένα συναρπαστικό θέαμα:
Ανάμεσα στα πέπλα της ομίχλης που στροβιλίζονταν πάνω από τη θάλασσα εμφανίστηκε ξαφνικά ένας ψηλός γυμνός βράχος την κορυφή του οποίου έστεφαν τα σχεδόν αόρατα ακόμα ερείπια ενός ναού που τα χρύσωναν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Η πρώτη γεύση της Ελλάδας. Αλλά τι σκηνικό! Ένα τοπίο γυμνό με μόνο το αρχέγονο νερό ολόγυρά του, όπου ακόμα και ο ζωοδότης ήλιος μόλις γεννιέται… Τίποτα άλλο δεν συνεχίζει να έχει ζωή εκτός από τη θεότητα και τον μύθο της μέσα στον χρυσό ναό-λίκνο της, ψηλά πάνω από την ομίχλη, μέσα στις πρώτες παρθενικές αχτίδες του ήλιου που ανατέλλει. Και ο ναός υψώνεται με φόντο τον ουρανό που έχει το χρώμα της φωτιάς και της λάβας και του καπνού όπως τότε που γεννήθηκαν οι θεοί μετά τη μεγάλη έκρηξη.
Το θέαμα χάνεται τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε. Η ομίχλη τυλίγει και πάλι από την πλώρη ως την πρύμνη το πλοίο που γυαλίζει από την υγρασία. Όμως, εκείνη την ελάχιστη στιγμή που χάθηκε τόσο γρήγορα έμαθα να κατανοώ το μυστήριο της ελληνικότητας.
Στον Πειραιά με περιμένει ο Γκρένταλ, γραμματέας του Ευγενίδη, του πρόξενου, ένας ήσυχος και φιλικός κύριος που με επικρίνει αμέσως για την αλόγιστη ιδέα να κάνω αυτό το ταξίδι. Είναι προφανής, υποστηρίζει, η απειλή ενός ευρωπαϊκού πολέμου. Ωστόσο, του εξηγώ ότι έχω ήδη αγοράσει στην Κωνσταντινούπολη ένα εισιτήριο για τη Μασσαλία με το γαλλικό πλοίο «Θεόφιλος Γκοτιέ» για τις 30 Αυγούστου. Κι εκτός αυτού, στην Αθήνα μου έχουν στείλει ήδη λίγα χρήματα. Η Ελλάδα είναι τόσο ακριβή χώρα όσο φτηνή είναι η Τουρκία, οπότε δεν θα μου κρατήσουν για καιρό.
Μισοκλείνω τα μάτια ήδη εδώ, στον Πειραιά. Πώς είναι δυνατόν ο ήλιος να είναι τόσο εκθαμβωτικός; Το φως που πέφτει κάθετα με θαμπώνει. Αυτό δεν το έζησα ούτε στη Νότια Αμερική όταν διέσχισα τον Ισημερινό. Η παραμονή μου στα κλασικά χώματα αρχίζει πεζά. Επισκέπτομαι ένα κατάστημα οπτικών.
Όμως, αυτό το εκτυφλωτικό φως το νιώθεις και μέσα από τα γυαλιά. Αυτό το φως είναι εντελώς αφρικανικό, φως της ερήμου και των γυμνών βράχων. Το καταμεσήμερο ελάχιστη είναι η σκιά που πέφτει πάνω στον περιπατητή. Ακόμα πιο εκπληκτικό φαίνεται αυτό το κάθετο φως καθώς διαπερνά τον αέρα πίσω από τα βουνά. Πόσο μεγαλώνει και βαθαίνει εδώ η απόσταση! Μέσα στο φως διακρίνονται ακόμα και τα γαλαζωπά περιγράμματα των πιο μακρινών βουνών, και μάλιστα τόσο έντονα, λες και έχουν σχεδιαστεί με μολύβι. Πίσω τους, το βλέπεις, υπάρχει πάλι αέρας και φως… Μόνο ένας τέτοιος ήλιος θα μπορούσε να γεννήσει την ελληνική τέχνη, τις κιονοστοιχίες των ναών, τη γύμνια, τις καθαρές γραμμές και τα τρισδιάστατα γλυπτά. Όλο αυτό το τοπίο και το φως και το περίγραμμα των βουνών είναι γύμνια.
Ωστόσο, η σοβαρότητα του Γκρένταλ με έβαλε σε σκέψεις. Άρχισα να καταλαβαίνω την επιπολαιότητα του ταξιδιού μου. Η εντύπωση που μου είχε υποσχεθεί ο Beverley Nichols εξαργύρωσε όντως όλες τις προσδοκίες. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ.

Πανσέληνος στην Ακρόπολη

Κανένας ναός δεν είναι λευκός. Κάθε άλλο. Όλοι έχουν το χρώμα του κεχριμπαριού ή του ώριμου μελιού. Μαζί τους ταιριάζουν απόλυτα τα σύγχρονα κτίρια της Αθήνας, κοκκινοκίτρινα, κίτρινα ή ροζ. Όταν κοιτάς την πόλη από τον Λυκαβηττό την ώρα που πέφτει ο ήλιος, φαίνεται σαν να έχει χτιστεί ολόκληρη από μάρμαρο με τη χρυσή πατίνα που έχει απιθώσει πάνω της ο θαλασσινός αέρας. Το ηλιοβασίλεμα φαίνεται πυρακτωμένο ανάμεσα από τους κίονες της Ακρόπολης που λάμπουν απέναντι από τα βουνά, τον βιολετί Υμηττό, το γαλανό Πεντελικό και πέρα, μακριά, τη σκοτεινή Πάρνηθα. Ηλιοβασιλέματα στο χρώμα της κρέμας. Όλα στο χρώμα της κρέμας, τα κτίρια μοιάζουν με κρεμ σύννεφα που έπεσαν πάνω στα βιολετιά βουνά. Τα λιγοστά δάση στους πρόποδες των βουνών γίνονται καφέ. Όταν πέφτει ο ήλιος, ένας δυνατός και δροσερός άνεμος αρχίζει και φυσάει προς την κατεύθυνση της θάλασσας.
Ένα μικρό καφενείο μπροστά από τα Προπύλαια και το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού είναι το αγαπημένο μου στέκι κάθε βράδυ. Κάθομαι εκεί με τις ώρες και κοιτάζω τις μαγικές εναλλαγές των χρωμάτων πάνω στο αέτωμα του Παρθενώνα. Δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Κάθε τόσο κλείνω για λίγο τα μάτια κι όταν τα ανοίγω το χρώμα του ναού έχει πάλι αλλάξει… Λες και γυρίζουν γύρω από τον Παρθενώνα τα εφτά φεγγάρια του Δία με τα διαφορετικά χρώματα! Στην αρχή το μάρμαρο στο αέτωμα του ναού και στις κιονοστοιχίες παίρνει ένα χρώμα χρυσαφί από τις αχτίδες του ήλιου που δύει. Έπειτα γίνεται ροζ, μετά βιολετί και στη συνέχεια, καθώς βγαίνει σιγά σιγά το φεγγάρι, πράσινο χλομό. Έπειτα ένα κίτρινο του θανάτου όπως δυναμώνουν οι αχτίδες του φεγγαριού και τέλος, καθώς σκοτεινιάζει και δυναμώνει το φως της σελήνης, το μάρμαρο γίνεται λευκό, όλο και πιο λευκό. Στον Νότο σκοτεινιάζει πολύ γρήγορα κι έτσι μπορείς να παρακολουθήσεις όλα τα στάδια αυτής της θαυμάσιας παράστασης. Το ίδιο μαγευτικό είναι και το παιχνίδι των χρωμάτων στις πλαγιές του Υμηττού που υψώνεται πίσω από την Ακρόπολη. Από τις αποχρώσεις του καφέ στις αποχρώσεις του κόκκινου, στο βαθύ μοβ και τέλος, κάτω από το φως του φεγγαριού, ένα διάφανο σκούρο πράσινο χρώμα.
Σπαταλάω τα τελευταία μου χρήματα για να αγοράσω ακριβά εισιτήρια για την Ακρόπολη, τον στόχο αυτού του αλόγιστου ταξιδιού μου στην Ελλάδα, για τις τρεις νύχτες της πανσελήνου. Όχι μόνο ο Beverley Nichols αλλά και οι υπεύθυνοι για τα εισιτήρια στα αξιοθέατα της Αθήνας έχουν καταλάβει την αξία αυτού του θεάματος.
Η γοητεία είναι απίστευτη. Και τις τρεις νύχτες της πανσελήνου μεγάλες μάζες ανθρώπων ανεβαίνουν στην Ακρόπολη. Όμως κανείς δεν τους προσέχει. Το θέαμα τους κάνει όλους ενστικτωδώς να μιλούν ψιθυριστά ή να στέκονται σιωπηλοί στη θέση τους, στη σκιά κάποιου κίονα ή κάποιου μαρμάρινου ογκόλιθου. Το πιο μαγευτικό ίσως είναι πως ο τραχύς βράχος της Ακρόπολης γίνεται κατάλευκος και δεν υπάρχει ίχνος σκιάς. Όλος ο λόφος μοιάζει με ένα μεγάλο λευκό σύννεφο ή χαλί από λευκά τριαντάφυλλα που ταλαντεύεται στον αιθέρα κάτω από το φεγγάρι. Ο γκρίζος άγριος βράχος της Ακρόπολης μοιάζει να είναι από το ίδιο μάρμαρο με τον Παρθενώνα και το Ερέχθειο. Το μάρμαρο δεν αντανακλά απλά το σεληνόφως, αλλά νομίζεις πως εκπέμπει το δικό του φως. Για μια στιγμή ξεχνάς εντελώς πως υπάρχει και φεγγάρι.
Εδώ πάνω δεν ξεχωρίζει κανένα φως από την πόλη. Ακόμα και η σιωπή είναι απόλυτη. Μόνο την κίνηση της πόλης ακούς αν πλησιάσεις στα κάθετα τείχη.

Φυγή από την Αθήνα

Ξυπνώ και γυρίζω πίσω στην πραγματικότητα εκείνο το πρωί που ο Γκρένταλ τηλεφωνεί από τον Πειραιά για να μου πει ότι όλα τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια στη Μεσόγειο έχουν ακυρωθεί! Με προειδοποιεί ότι θα ήταν απερίσκεπτο να επιστρέψω διά ξηράς μέσω Βαλκανίων και Πολωνίας. Εκτός από το Παρίσι έχω ζητήσει για σιγουριά να μου στείλουν χρήματα και στη Ρώμη. Έπειτα από την ακύρωση των ακτοπλοϊκών δρομολογίων αποκλείστηκε τώρα και η Ιταλία. Βρίσκομαι στο έλεος της μοίρας και του Γκρένταλ. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν εδώ άλλοι Φινλανδοί για να φροντίσει κι έτσι μου υπόσχεται ότι θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε ο αδέκαρος συμπατριώτης του να φύγει με την πρώτη ευκαιρία.
Με άδειο πορτοφόλι κι ένα ερωτηματικό σχετικά με το ταξίδι της επιστροφής χάνομαι τη μέρα μέσα στην ανησυχία που συναγωνίζεται την κάψα και το βράδυ στη λατρεία του παιχνιδιού των χρωμάτων πάνω στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Δύο νύχτες με πανσέληνο μέσα στα σύγχρονα μάρμαρα του Σταδίου που τοποθετήθηκαν για να πλαισιώσουν τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της εποχής μας. Στον λόφο των Μουσών, απέναντι από την Ακρόπολη, η ατμόσφαιρα παραπέμπει στον Πάνα. Η βλάστηση των βουνών που τη μέρα δίνει την εντύπωση καμένης γης μετατρέπεται κάτω από το σεληνόφως σε σκούρο μπλε σαν τον βυθό της θάλασσας. Πίσω από κάθε θάμνο αναστεναγμοί και τριξίματα λες και η ζέστη της νύχτας ξύπνησε όλους τους φαύνους και τους σάτυρους από τη χιλιετή νάρκη τους… Το ίδιο μυθολογικά ερεθιστική εντύπωση δίνει μέσα στο φεγγαρόφωτο και ο βασιλικός κήπος στο κέντρο της πόλης, αν και στις λαβυρινθώδεις συστάδες θάμνων ακούγεται ο θόρυβος από τα παγάκια στα μπαρ του «Κίνγκ Τζορτζ» και της «Μεγάλης Βρετανίας». Απόγευμα στο νεκροταφείο του Κεραμικού οι μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες αντανακλούν όλη την υπέροχη ελληνική ποίηση. Μέσα στον καπνό και τη σκόνη του δειλινού υψώνεται μια ψηλή επιτύμβια στήλη με ένα μαινόμενο ταύρο στην κορυφή.
1 Σεπτεμβρίου 1939. Ιστορική μέρα για την παγκόσμια ιστορία. Η Γερμανία επιτίθεται στην Πολωνία… Όλες οι αναμνήσεις από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Το δρεπάνι του Χάρου θα κόψει πάλι πλήθος ανθρώπινες ζωές στην Ευρώπη… Τι θα κάνει η Φινλανδία; Τρεις μήνες τώρα δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει εκεί πέρα. Τι θα κάνει η Σοβιετική Ένωση; Η Γαλλία; Η Αγγλία; Μέσα σ’ αυτό το χάος αισθάνομαι ανακούφιση που δεν προσπάθησα να επιστρέψω μέσω της Ανατολικής Ευρώπης. Πού θα βρισκόμουν αυτή τη στιγμή; Μακάρι να μπορούσα να φτάσω με κάποιον τρόπο ως τη Γαλλία! Από εδώ πέρα το Παρίσι μού φαίνεται σχεδόν σπίτι μου. Κυκλοφορούν ένα σωρό φήμες. Μιλάνε για προσχώρηση του Μουσολίνι και κινητοποίηση της Τουρκίας. Με την τελευταία φήμη δεν μπορώ να μη χαμογελάσω ενθυμούμενος τους τούρκους στρατιώτες. Λιγότερο ευχάριστη είναι η παρατήρηση ότι με θεωρούν Γερμανό και η συμπεριφορά του κόσμου έχει ψυχράνει.
Τη μοιρολατρική μου ηρεμία και την αγωνία μου να δω τα πάντα μοιράζονται μόνο μερικές Εγγλέζες, των οποίων τα στεγνά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να τα αναζωπυρώσει η απειλή του πολέμου ούτε στο ελάχιστο. Βλέπετε, είναι άλλο πράγμα να είσαι ήρεμος στη σημερινή Αθήνα γνωρίζοντας πως είσαι πολίτης μιας υπερδύναμης.
Οι συλλογές αρχαιοτήτων του μουσείου της Αθήνας δεν με εντυπωσιάζουν τόσο, όσο τα ελληνικά τμήματα του μουσείου της Κωνσταντινούπολης. Είναι υπερβολικά καλά τακτοποιημένες σε υπερβολικά σύγχρονο περιβάλλον. Δεν αιωρείται στον αέρα η αποπνικτική αίσθηση της έντασης ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Μοιάζει σαν να πίνεις δροσερό νερό έπειτα από ένα πικρό ρόφημα εξ Ανατολών. Ολόκληρη η σύγχρονη Αθήνα είναι απελπιστικά μονότονη.
Εκπληκτική είναι επίσης η εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων. Όσο και να ψάχνεις τους δρόμους δεν συναντάς κανένα πρότυπο ελληνικής ομορφιάς. Είναι τόσο έντονη η μίξη των φυλών. Ο ιδανικός αρχαιοελληνικός τύπος στην πραγματικότητα προερχόταν από τα νησιά της Μεσογείου και ήταν ξανθός. Θυμάμαι όλες τις χιτλερικές θεωρίες για τους Άρειους Έλληνες.
Στην κορυφή του Λυκαβηττού ένα ολοκαίνουριο αντιαεροπορικό κυριαρχεί πάνω στην πόλη.
Μου τηλεφωνεί ο Γκρένταλ φανερά ανακουφισμένος και μου λέει πως μου κανόνισε μια θέση στο πλοίο «Άνδρος» που έστειλε η κυβέρνηση της Γαλλίας για να παραλάβει τους Γάλλους που διαμένουν στην Ελλάδα. Το τελευταίο βράδυ κάθομαι μαζί του μέσα στην κάψα και το φως του φεγγαριού και πίνουμε ρετσίνα στην ταβέρνα «Βασίλαινας», σε ένα τραπέζι στον δρόμο. Τα μεγάφωνα βρυχώνται… Οι λιμενεργάτες συζητούν και μαλώνουν έντονα και ο ταβερνιάρης, γνωστός του Γκρένταλ, έρχεται στο τραπέζι μας να μιλήσουμε για πολιτική. Ο ίδιος ο Γκρένταλ είναι στεναχωρημένος. Έχει την ίδια αίσθηση που είχε και ο Τάμιλέχτο στην Κωνσταντινούπολη. Είναι παγιδευμένος εδώ.
Αναχώρηση από την Ελλάδα στις 2.9. Μεγάλη φασαρία ολόγυρα από το «Άνδρος» που περιμένει στο λιμάνι. Το τελωνείο δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα πράγματα των προσφύγων. Η ζέστη είναι αφόρητη. Δύο ώρες καθυστέρηση. Έχει ήδη δοθεί η άδεια αναχώρησης, αλλά το γαλλικό πλοίο δεν φεύγει από την προβλήτα. Ανησυχία… Ο λόγος της καθυστέρησης γίνεται τελικά γνωστός όταν φτάνει στο λιμάνι με μεγάλο θόρυβο μια κομψή αριστοκράτισσα με τα σκυλιά, τις βαλίτσες και τους πολυάριθμους συνοδούς της. Ο πόλεμος έχει ήδη ξεσηκώσει τα πάθη. Ο κόσμος την υποδέχεται με σφυρίγματα και χλευασμούς. Στις ετικέτες των αποσκευών της βλέπω: Κοντέσα ντε Λάντμπεργκ. […]

Μετ. Μαρία Μαρτζούκου

Olavi Paavolainen: Synkkä yksinpuhelu



Olavi Paavolainen

Synkkä yksinpuhelu

[…]
Dardanellit — eräät Euroopan tulenarimmista ruutitynnyreistä — sivuutamme lähellä keskiyötä. Salmen rannat liukuvat ohi kylmän kuutamousvan halki kumottavina varjoina. Läpikulun aikana ei ketään päästetä laivan keulaan; myös yläkannet suljetaan matkustajilta. Seison pimeässä hytissäni pyöreästä ikkunaluukusta tuijottaen. Tällaisenako yönä Xerxes rakensi siltansa tai Byron ui yli Hellespontoon, kun sumu tulvii salmen kautta Egeanmereltä päin ja kuu purjehtii aavemaisessa valousvassa?
Yö Egeanmerellä. Valvon myöhäiseen oudon jännittyneenä tyhjässä salongissa. Mikä tympeä inho valtaakaan taas mieleni selaillessani porvarillisen maailman kuvalehtiä, vieläpä sellaisia puolivirallisiakin kuin »L’Illustration» tai  »Illustrated London News». Totisesti juuri kuvalehdet ovat meidän aikamme sillisalaattikulttuurin parhaat heijastajat. Mitä ajatuksetonta ja infantiilia sekasotkua tarjoaakaan jokin sellainen uuden tyylin kuvalehti kuin ranskalainen »Match». Jo kirjoitusten otsakkeet ovat kuvaavia; »Viisikymmentä vuotta Eiffel-tornia» — »Carole Lombard ja William Powell» — »Kaunis vain häntävarten»  — »40 kuolematonta = 2935 vuotta» (tarkoittaa Ranskan Akatemiaa) — »Spitaalitautisten parantola» — »He olivat köyhiä — nyt rikkaita» (Auteil’n kilpa-ajot, päävoittoina 3 500 000 frangia). Ja paras lopuksi, kun kyseessä on ranskalainen lehti: Les Pages d’Hitler — Hitlerin paašit — jotka ovat »taas saaneet edustaa grâce, finesse et beauté».
Kulttuurin, vakoilun ja sodanuhkan sillisalaattia… Totisesti olen jälleen vanhassa tutussa Euroopassa. On 25. päivä elokuuta 1939.

Kreikkalainen aamu

Herään joskus viiden maissa ja lähden pyjamassani kannelle. Yöusvat alkavat juuri haihtua; sekä kansi että kaiteet kiiltävät vielä niiden kosteutta. Aamutuuli on juuri herännyt ja alkaa raikkaana, miltei kylmänä pyyhkiä sumua harmailta ja violeteilta aalloilta. Eilisillan sekavat ja tympeät elämykset yhä vielä aivoissani tuijotan varhaiselle merelle kun oikealla välähtää henkeä salpaava näky:
Meren yllä kieppuvien sumuverhojen keskeltä on noussut näkyviin korkea, alaston kallioluoto, jonka huippua kruunaa vielä näkymättömissä olevan auringon on ensimmäisten säteiden kullanväriseksi hehkuttama temppelinraunio. Ensimmäinen välähdys Kreikasta. Mutta mikä lavastus! Maisema, jossa ei vielä kasva mitään, jossa on vain kylmää sumua huokuva alkuvesi ja jossa aurinkokin, elämän antaja, vasta on syntymässä… Vielä ei elä mikään muu kuin jumaluus ja jumaluuden myytti kullanvärisessä temppelikehdossaan korkealla usvien yläpuolella, syntyvän auringon ensimmäisissä neitseellisissä säteissä. Ja temppeli piirtyy taivasta vasten, joka on tulen ja laavan ja savun värinen kuin jumaluuden esiinpuhkeamista edeltäneen kosmillisen mullistuksen jälkeen.
Näky katoaa melkein yhtä nopeasti kuin se syntyikin. Jälleen kietovat usvat kosteutta kiiltävän laivan keulasta perään saakka. Mutta tuona nopeasti kadonneena hetkenä opin ymmärtämään kreikkalaisuuden mysteerin.
Pireuksessa on minua vastassa Suomen konsuli Eugenidesin sihteeri Gröndahl, hiljaisen ystävällinen herra, joka heti moittii minua ajattelemattomasta tulostani. Eurooppalaisen sodan uhka, hän väittää, on siksi ilmeinen. Selitän kuitenkin, että minulla on jo Istanbulissa lunastettu lippu Marseille’hin 30.8. lähtevään ranskalaiseen »Théophile Gautier» -laivaan. Ateenaan olen sitä paitsi saanut jonkin verran rahaa. Kreikka on kuitenkin yhtä kallis maa kuin Turkki on halpa, joten se ei kauan riitä.
Siristelen silmiäni jo Pireuksessa. Miten on mahdollista, että auringon säihky on täällä niin häikäisevä? Pystysuoraan keskitaivaalta lankeava valo on sokaista silmät. En edes matkalla Etelä-Amerikkaan päiväntasaajaa ylittäessäni kokenut tällaista häikäisyä. Oleskeluni klassillisella maaperällä alkaa varsin proosallisesti käynnillä tummia aurinkolaseja myyvässä kaupassa.
Mutta sokaisevan pystysuora valo tuntuu niidenkin läpi. Tämä valo on jo täysin »afrikkalaista» — hiekkaerämaiden ja paljaiden kallioiden valoa. Keskipäivällä lankeaa kulkijasta kadulle vain vähäinen varjo, Ihmeellisimmältä näyttää tämä pystysuora valo ja sen lävistämä ilma vuorien takana. Miten etäisyys täällä kasvaa ja syvenee! Valoudun keskeltä erottuvat kaukaisimpienkin vuorien sinertävät ääriviivat terävinä, kuin piirtimellä vedettyinä. Ja niiden takana, sen näkee, on taas ilmaa ja valoa…Vain tällainen aurinko on voinut synnyttää kreikkalaisen taiteen, sekä temppelien pylväistöt että kuvapatsaiden alastomuuden, puhdasviivaisuuden ja kolmiulottuvaisuuden. Koko maisema ja valo ja vuorien ääriviivat ovat alastomuutta.
Gröndahlin vakavuus on kuitenkin saanut mietteliääksi. Matkani kevytmielisyys alkaa minulle selvitä. Beverley Nicholsin lupaama efekti lunasti tosin kaikki odotukset. Mutta jouduinpa maksamaan siitä myös raskaan hinnan.

Akropoliin kuutamo

Yksikään temppeli ei ole valkea. Kaukana siitä. Ne ovat kuin vaaleata meripihkaa tai kypsintä hunajaa. Niihin sointuu hyvin modernin Ateenan rakennusten kellanpunainen, keltainen tai vaaleanpunainen väri. Kun kaupunkia auringon laskiessa katselee Lykabettokselta, näyttää se kokonaisuudessaan olevan rakennettu meri-ilman kultaiseksi patinoimasta marmorista. Auringonlasku näyttää hehkuvan Akropoliin pylväiden läpi… Pylväät hehkuvat vuoria vasten: violetti Hymettos — sininen Pentelikon — kaukana tummansininen Parnes. Kermanvärisiä auringonlaskuja: kaikki on kermanväristä, rakennukset ovat kuin orvokinkarvaisille vuorille laskeutuneita kermanvärisiä pilviä. Harvat metsät vuorien juurella muuttuvat ruskeiksi. Kun aurinko laskee, viriää heti voimakas ja raitis maatuuli hehkuvalle ja usvaiselle merelle päin.
Jokailtaiseksi lempipaikakseni tulee pieni kahvila Propylaiojen ja Herodes Atticuksen teatterin edustalla. Istun siellä tuntikausia ja katselen värien taikamaista vaihtumista Parthenonin päädyssä. Mitään siihen verrattavaa en ole kokenut. Painan aina välillä muutamiksi minuuteiksi silmäni kiinni, ja kun ne avaan, on temppelin väri jälleen vaihtunut... On kuin Parthenonia kiertäisi Jupiterin seitsemän eriväristä kuuta! Ensin on marmori temppelin päädyssä ja pylväistössä kullankeltainen laskevan auringon säteistä, sitten se muuttuu vaaleanpunaiseksi, sitten violetiksi, sitten kalpean vihreäksi kuun säteiden alkaessa hiljalleen valaista, sitten kuolleen keltaiseksi kuun säteiden vahvistuessa, ja lopulta — pimeyden tihetessä ja kuun valon voimistuessa — valkoiseksi ja yhä hehkuvamman valkoiseksi. Etelän ilta pimenee niin nopeasti, että joka kerran ehtii seurata tämän ihmeellisen näytelmän kaikki vaiheet. Yhtä taikamainen on värileikki kauempana Akropoliin takana kohoavan Hymettoksen rinteillä: ruskeasta punertavien sävyjen kautta syvään violettiin ja lopulta kuutamoisen yötaivaan kuultavaan ja tummaan sinivihreään väriin.
Tuhlaan viimeisiä rahojani lunastaakseni kalliita pääsylippuja järjettömän Kreikan-matkani päämäärään: Akropoliin näkemiseen kolmena täyden kuun yönä. Ei vain Beverley Nichols, vaan myös Ateenan nähtävyyksien pääsymaksuista huolehtivat viranomaiset ovat näet keksineet tämän efektin arvon.
Lumous on uskomaton. Kaikkina kolmena täysikuun yönä vaeltaa ihmisiä sankoin massoin Akropoliille. Mutta heitä tuskin huomaa. Näky panee jokaisen vaistomaisesti puhumaan kuiskaamalla tai istumaan aivan hiljaa paikallaan jonkin pylvään tai marmorijärkäleen varjossa. Taikamaisinta ehkä on niin yllättävän rosoisen ja täysin tasoittamattoman Akropoliin kallioperän muuttuminen aivan valkeaksi ja melkein varjottomaksi. Koko vuori on kuin suuri valkoinen pilvi tai valkoinen ruusumatto,  joka keinuu ylhäällä eetterissä kuun alla. Akropoliin harmaa, karkea kallio näyttää olevan samaa marmoria kuin Parthenon tai Erekhteion. Marmori ei vain heijasta kuutamoa, vaan tuntuu säteilevän omaa valoaan. Hetkittäin unohtaa koko kuun olemassaolon.
Tänne ylös ei erota ainoatakaan kaupungin valoa. Hiljaisuuskin on täydellinen. Liikenteen kohinan kuulee vain, jos menee kaupungin kuiluun pystysuorana putoavan kaidemuurin viereen.

Pako Ateenasta

Herään estetisoivasta puoliunestani todelliseen jymähdykseen sinä aamuna, jolloin Gröndahl soittaa Pireuksesta, että kaikki laivavuorot Välimerellä on toistaiseksi peruutettu! Yritys suinpäin palata maatietä Balkanin ja Puolan kautta olisi uhkarohkeutta, josta Gröndahl ankarasti varoittaa. Paitsi Pariisiin olin kaiken varalta pyytänyt rahaa myös Roomaan; laivavuorojen peruutuksen takia on pääsy Italiaankin nyt tukossa. Olen täysin kohtalon ja Gröndahlin armoilla. Onneksi tällä ei ole muita suomalaisia huollettavanaan, joten hän lupaa yrittää parhaansa järjestääkseen rahattomalle maanmiehelleen paluun «konsulinkyydillä» heti, kun vain joku mahdollisuus ilmaantuu.
Kukkaro tyhjentyvänä, paluumatka kysymysmerkkinä hukutan päivisin auringon kuumuuden kanssa kilpaa polttavan levottomuuden Parthenonin värileikin jokailtaiseen palvontaan. Kaksi kuutamoyötä Stadionin kylmän modernien marmorimassojen keskellä, jotka nousivat kehystämään uuden ajan ensimmäisiä olympialaiskisoja. Paanista tunnelmaa uhkuva ilta Museoinin kukkulalla Akropolista vastapäätä. Vuoristokasvillisuus, joka päivällä on palaneen ruskeata, muuttuu kuutamossa syvän sinisenvihreäksi kuin merenpohjamaisema. Jokaisen pensaan takana huohotusta ja tirskuntaa, kuin olisi yön kuumuus herättänyt eloon kaikki faunit ja satyyrit vuosituhantisesta kohmetuksestaan… Yhtä mytologisen kiihdyttävältä vaikuttaa kuutamossa kuninkaallisen linnan puisto aivan kaupungin keskustassa, vaikka sen sokkeloisiin tiheikköihin kuuluu jääpalojen helinä King George ja Grande Bretagne hotellien baareista. Ilta Kerameikoksen hautausmaalla, jonka marmorinkeltaisista hautamuistomerkeistä lyö vastaan koko ylevän murhemielinen kreikkalainen kuolemanrunous. Ympärillä leviävän esikaupungin savun ja pölyn lakastuttamaa iltaruskoa vasten kohoaa korkea hautapatsas, jota kruunaa korskuvan härän kuva.
Maailmanhistoriallinen syyskuun 1. päivä 1939: Saksa  hyökkää Puo1aan… Kaikki muistikuvat ensimmäisen maailmansodan syntymisestä kieppuvat päässäni. Verinen eurooppalainen elonkorjuu alkaa taas... Mitä tulee Suomi tekemään — Suomi, josta en yli kolmeen kuukauteen tiedä oikeastaan mitään? Mitä tulee Neuvostoliitto tekemään? Mitä Ranska, mitä Englanti? Kaiken sekasorron keskellä käväisee mielessäni helpotuksen tunne siitä, etten lähtenyt yrittämään paluuta Itä-Euroopan kautta. Missähän kurimuksessa olisinkaan tällä hetkellä? Jospa vain jollain tavalla pääsisin Ranskaan saakka! Täältä käsin katsottuna Pariisi tuntuu melkein kotimaalta. Kaikenlaiset huhut kiertävät. Puhutaan Mussolinin sotaan liittymisestä ja Turkin mobilisaatiosta. Viime mainittu tieto ei voi olla hymyilyttämättä, kun muistan sikäläiset sotilaat. Vähemmän miellyttävä on havainto, että minua pidetään saksalaisena ja että kohtelu on muuttunut huomattavasti kylmemmäksi.
Fatalistisen rauhallisuuteni ja turismivimmani jakavat muutamat englantilaiset missit, joiden kuivettuneita olemuksia ei sodan uhka vähääkään pysty kohentamaan. Toistahan on kuitenkin olla rauhallinen tämän hetken Ateenassa tietäessään olevansa suurvallan kansalainen!
Ateenan taidemuseon antiikkikokoelmat eivät herätä lainkaan yhtä voimakasta vaikutelmaa kuin Istanbulin museon kreikkalaiset osastot. Ne ovat liian hyvässä järjestyksessä, liian uudenaikaisessa ympäristössä; kirpaiseva vaikutelma Idän ja Lännen välisestä jännityksestä ei täällä leiju ilmassa. On kuin joisi raikasta vettä katkeran huumaavan, itämaisen yrttijuoman jälkeen. Koko uusi Ateena on toivottoman yksitoikkoista, suorastaan ikävää. Hämmästyttävää on todeta myös ihmisten arkinen ulkonäkö. Mitään »kreikkalaista» kauneustyyppiä ei katujen vilinässä etsimälläkään tapaa. Yleinen sekaverisyys on silmiinpistävä. Vanha kreikkalainen ihannetyyppihän olikin oikeastaan kotoisin Välimeren saarilta ja vaaleatukkainen. Muistan kaikki hitleriläiset teoriat vaaleaverisistä kreikkalaisista, »arjalaisista».
Lykabettoksen korkealta, kekomaiselta vuorelta hallitsee upouusi ilmatorjuntakonekivääri kaupunkia.
Gröndahl soittaa selvästi vapautuneena ja ilmoittaa saaneensa järjestetyksi minulle paikan »Andros» -laivaan, jonka Ranskan hallitus on lähettänyt hakemaan Kreikassa oleskelevia ranskalaisia. — Viimeisenä iltana istun Gröndahlin kanssa kuumuutta huokuvassa, kuutamoisessa yössä Pireuksessa, juoden pihkalta maistuvaa rezinaa Taverna Vasilenan katubaarissa. Kovaääniset kiljuvat uutisia… Satamatyöläiset väittelevät ja riitelevät kiihoittuneina, ja tavernan isäntä, Gröndahlin tuttu, käy ehtimiseen pöydässämme politiikkaa puhumassa. Gröndahl itse on masentunut. Hänellä on sama tunne kuin Tammilehdolla Istanbulissa: hän jää tänne kuin loukkuun.
Lähtö Kreikasta 2.9. Satamassa odottavan »Androksen» ympärillä vallitsee mekastus ja melu. Tulli ei paljonkaan välitä pakolaisten tavaroista. Päivä on hehkuvan kuuma. Lähtö myöhästyy pari tuntia. Merkki on jo annettu, mutta vieläkään ei ranskalainen alus irtaudu laiturista. Ihmettelyä ja levottomuutta… Myöhästyminen saa selityksensä, kun laiturille vihdoin suurella tohinalla saapuu hieno vallasnainen koirineen, kapsäkkeineen ja lukuisine saattajineen. Sota on jo kuohuttanut intohimoja: nainen otetaan vaataan vihellyksin ja pilkkahuudoin. Matkalaukkujen nimilapusta näen: Comtesse de Landsberg. […]