maanantai 30. marraskuuta 2015

Η μουσική της Φινλανδίας (Ελεύθερο Βήμα, 30 Νοεμβρίου 1939)

H MOYΣIKH THΣ ΦINΛANΔIAΣ


Στην αναπόλησι της μακρυνής υπερβορείας αυτής χώρας, άγνωστες μουσικές φωνές συντονίζουν φανταστικούς χορούς στο πελιδνό φως ενός μεσονυχτίου ήλιου... Tο Άγνωστο πλημμυρίζει την ψυχή με πρωτόφαντους συναισθηματικούς κόσμους. Από τις χιονισμένες πεδιάδες πνέουν μελίσματα νοσταλγικά, διάφανα, που σκορπίζουν διάχυτη μια φλογερά ανθρώπινη θλίψι και συμπόνια. H Φινλανδία έμενε έως τα 1900 μια μουσικώς ανεξερεύνητη χώρα. Ένας εμπνευσμένος Φινλανδός μουσικολόγος και συνθέτης, ο Ίλμαρι Kρoν, παρουσιάσθηκε τότε στο παγκόσμιο μουσικό συνέδριο των Παρισίων και απεκάλυψε στον κόσμο τους μουσικούς θησαυρούς της μακρυνής του πατρίδος. Συλλογές από θρησκευτικά και δημοτικά τραγούδια «Suomen Kansan Sävelmiä», που έστρεψαν προς την Φινλανδία το φλογερόν ενδιαφέρον του διεθνούς μουσικού κόσμου. Το ενδιαφέρον αυτό εύρισκε ακριβώς την εποχή εκείνη ένα πλουσιώτατο μουσικόν υλικόν για ν’ ασχοληθή: μιαν ολόκληρη πλειάδα νέων συνθετών με αρχηγό τους τον Ζαν Σιμπέλιους, που ακολουθούσε την παράδοσι του εθνικιστού θεμελιωτού της φινλανδικής μουσικής Pοβέρτου Kάγιανους – ενός ωρκισμένου οπαδού του αγνού φολκλορισμού, τον οποίον θρηνούσε ως τον μόνον συνθετικόν πυρήνα μιας μεγάλης μουσικής δημιουργίας. Την παράδοσι αυτή ενίσχυσε με τα έργα του ο Bεγκέλιους, και οι δύο αυτοί πατριώται θεματοφύλακες και διαγγελείς μιας τιμιωτάτης εθνικής παρακαταθήκης την εμπιστεύθηκαν στους ερχομένους μουσικούς. Έτσι οι νεώτεροι Φινλανδοί συνθέται ζήτησαν μέσα στον εθνικό φολκλορισμό την αφετηρίας μιάς νέας τέχνης. Γι’ αυτό σε όλους θ’ απαντήσωμε τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα: την βαθυτάτη μελαγχολία που διαπνέει τα μελωδικά θέματα, τους παράξενους και εντελώς απρόβλεπτους ρυθμούς, ένα νοσταλγικό μυστικισμό και την τρισυπόστατη ποίησι που πηγάζει από το έδαφος, το ένστικτο και το πάθος. Στα γενικά όμως αυτά χαρακτηριστικά της μουσικής των, διαγράφεται έντονα η ξεχωριστή προσωπικότης του κάθε σύνθετου: η ρωμαλέα έμπνευσις και το αγριωπό θέλγητρο του Σελίμ Πάλμγκρεν, η εκ γενετής ευγένεια της φόρμας του Έρκκι Mέλαρτιν, ο δραματισμός του Λέεβι Mάντετόγια, που αποτελούν ένα τρίπτυχο εντελώς ιδιότυπης φινλανδικής μουσικής. Ένας χειραφετημένος και ανεξάρτητος νέος συνθέτης, ο Έρνστ Λίνκο, ζητεί να απομονωθή με τον ξενότροπο συγχρονισμό του, ενώ ο Mπενγκτ Kάρλσον μεταφέρει στις ομίχλες του Bορρά τις χερουβικές επιφοιτήσεις του Σεζάρ Φρανκ και ο Bάϊνο Pάιτιο, μαζί με τον Άαρε Mέρικάντο, ζητούν να συνδυάσουν τον εκλεπτισμένο γαλλικό εμπρεσσιονισμό με τα κοινά δαιμόνια της ατονικότητος και της πολυτονικότητος του Σένμπεργκ. Στα γνωστά και έξω από τα σύνορα της Φινλανδίας μουσικά αυτά ονόματα πρέπει να προστεθούν τα ονόματα και άλλων σύγχρονων συνθετών της. Τα διαβάζομε στα έργα τους χωρίς να ξέρωμε πώς προφέρονται: Kόιβο[1], Kούουλα, Λάουρι Ίκονεν, Ύριο Kίλπινεν, Άλεξ φον Kόθεν, Mπενγκτ Tόρνε, Άρβο Λάιτινεν, Oύουνο Kλάμι και άλλοι.
                      Ο Σιμπέλιους μένει πάντα ο κορυφαίος εθνικός συνθέτης της Φινλανδίας. Ένας από τους ξένους πολεμίους της φυλετικής τέχνης, που ζητούν να ισοπεδώσουν την μουσικήν κάτω από ένα παγκόσμιον οδοστρωτήρα, χαρακτηρίζει τον εμπνευσμένον αυτόν εθνικιστήν «ψυχρόν σαν παγωμένην πνοήν του Bορρά, γυμνόν σαν στέππη, βαρύν σαν παγόβουνο που πλέει επάνω στις πολικές θάλασσες». Κανένας όμως καλής πίστεως μελετητής του έργου δεν μπορεί να μείνη ασυγκίνητος από την βαθεία ουσία της μουσικής του. Η μουσική του Σιμπέλιους είναι ολόκληρη μια ψυχογραφία της ηρωϊκής και περήφανης φινλανδικής φυλής. Οι μελωδίες του, θλιβερές και φευγαλέες σαν μορφές του Oσσιάνου ασύληπτες, φωτίζονται σε κάποιες απόκοσμες στιγμές από φλογισμένες αναλαμπές που σβύνουν γρήγορα στην αχνάδα του ονείρου. Γύρω στην κάθε πλαστική μορφή φτερουγίζουν ίμεροι αρμονικοί στους πολυπλόκους θλιβερούς μαιάνδρους μιας αγιάτρευτης νοσταλγίας. Μα τα θλιβερά τους δίχτυα διαπερνούν ξαφνικά οι φλογερές σπαθιές μιάς άγριας δημιουργικής εξορμήσεως, που φανερώνουν τον μεγάλον πατριώτην Σιμπέλιους. Η ιδέα της πατρίδος νικά κάθε θανατερό θέλγητρο της ψυχοφθόρου νοσταλγίας του τόνου. Ο Σιμπέλιους επικαλείται για να σωθή τους μεγάλους ήρωας του εθνικού έπους της Φινλανδίας «Kάλεβάλα», τις φοβερές στρατιές των δαιμόνων και των πνευμάτων των λαϊκών της θρύλων. Στα συμφωνικά του ποιήματα κόσμοι ολόκληροι αναζούν σε νευρώδεις παντοδύναμους ρυθμούς, σε αστραφτερούς ήχους, σε χρώματα λαμπερά, εκθαμβωτικά, σε εικόνες υποβλητικού μυστικισμού και φρικιαστικού μεγαλείου. Η συμφωνία του «Φινλανδία» είναι μια ηρωϊκή ομολογία πίστεως προς την μεγάλη του πατρίδα. Τα συμφωνικά του ποιήματα «O κύκνος της Tούονελα», «Ένας θρύλος», «Aνοιξιάτικος ύμνος», «H επιστροφή», «Mπελσαζάρ», «Kαρελία», «Πελλέας και Mελισσάνθη», «Nύχτιος καλπασμός και ανατολή του Ήλιου», «Παν και Hχώ», «H αιχμάλωτη Bασίλισσα» για μικτή χορωδία και ορχήστρα, τρεις μεγάλες συμφωνίες, ο «Ύμνος των Aθηναίων» για ανδρική χορωδία και ορχήστρα και η κοσμοαγάπητη μουσική σελίδα «Θλιβερό Bαλς» έχουν κατακτήσει με τη μαγεία τους όλον τον κόσμο που ζητά κάτι το ανείπωτο και το αφανέρωτο ακόμα στις νέες δημιουργίες. Τις άγνωστες φανταστικές δυνάμεις που πλανώνται μέσα στην μουσική του Σιμπέλιους, δεν μπορούν να νοιώσουν, ούτε να αντιληφθούν τα κοινά ψυχικά μάτια των ανθρώπων που έμαθαν να αντικρύζουν μόνο τις απτές πραγματικότητεςτης ζωής. Για να ξεδιαλύση το φως μέσα στις μυστηριακές αυτές και μακρόσυρτες σκιές του Bορρά χρειάζεται μια ειδική διαισθητική τηλεόρασις.
                      Η τέχνη του Σιμπέλιους είνε ένας φανταστικός κόσμος, μέσα εις τον οποίον ζωντανεύουν εντατικά ή γλυστρούν σαν φαντάσματα όλα τα σύμβολα αγνώστων για μας δυνάμεων, αγαθών και κακοποιών πνευμάτων, αγγέλων με μαγεμμένες άρπες, τεράτων με τρία κεφάλια, σειρήνων, διαφανών συλφίδων, νάνων και γιγάντων. Μια μουσική γεμάτη μυθοπλάσματα, οπτασιασμούς εξαϋλωμένους, ομίχλες που κρύβουν και φανερώνουν φαντάσματα ασύλληπτα στη φαντασία και στην αίσθησι της ακοής, μέσα στους παράξενους πρωτόφαντους ρυθμούς και στις αναπάντεχες συγκοπές. Μια μουσική γεμάτη νοσταλγική αγωνία, προαισθήματα απαίσια, αλλά και πλημμυρισμένη από τον διονυσιασμό μιας αγνής και εξαίσιας φυσιολατρείας. Η κυριαρχία του ελάσσονος τρόπου διασπείρει στην μουσική ατμόσφαιρα του Σιμπέλιους μιαν υποβλητικωτάτη και μελαγχολική περιπάθεια, που σκοτεινιάζει ακόμα με την παρεμβολή των αρχαίων φρυγίων και μιξολυδίων τρόπων. Τα μελίσματα της μουσικής αυτής εκπνέουν στην πέμπτη του τόνου και παρουσιάζουν θαυμαστές συμπτώσεις με αρχαίες ελληνικές και βυζαντινές μολπές. Έτσι ο παράξενος εξωτισμός της υπερβορείας αυτής μουσικής, μας συγκινεί ακόμη βαθύτερα με τον υποβλητικό ανατολισμό της. Απότομες και βοερές συγχορδίες διάφωνες φωτίζουν αστραφτερά τα βάθη των μουσικών σκηνογραφιών που πνίγονται μέσα σε βαρειές σκιές. Και όλη αυτή η ψυχογραφία του μυστηρίου, όλος αυτός ο κόσμος των μουσικών ψευδαισθήσεων, καθοδηγείται με την μεγαλείτερη ρυθμική αυτοπεποίθησι και κυριαρχία. Ο Σιμπέλιους, ο εθνικός συνθέτης της Φινλανδίας, δεν διαψεύδει ποτέ τον ηρωϊκόν προορισμό του.


ΣOΦIA ΣΠANOYΔH
EΛEYΘEPO BHMA, 30 Νοεμβρίου 1939




[1] Δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε κάποιο φινλανδό συνθέτη με αυτό το όνομα.





Βεγκέλιους (Wegelius, Martin, 1846-1906): Συνθέτης. Ίδρυσε τη μουσική σχολή του Ελσίνκι, σημερινή «Ακαδημία Σιμπέλιους». Υπήρξε δάσκαλος του Σιμπέλιους.
Martin Wegelius

 Ίκονεν, Λάουρι (Lauri Ikonen, 1888-1966): Συνθέτης. Θεωρείται ο τελευταίος της σχολής Σιμπέλιους.

Κάγιανους, Ροβέρτος (Kajanus, Robert, 1856-1933): Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Μολονότι ήταν σουηδόφωνος, εργάστηκε για την αφύπνιση της φινλανδικής εθνικής συνείδησης. Ίδρυσε τη συμφωνική ορχήστρα του Ελσίνκι και δίδαξε για χρόνια στο πανεπιστήμιο της πόλης.

Κάρλσον Μπενγκτ (Karlsson, Bengt, 1891-1967): Συνθέτης. Συνέθεσε 6 συμφωνίες και 4 κουαρτέτα για έγχορδα.

Κίλπινεν Ύργιο (Kilpinen, Yrjö, 1892-1959): Συνθέτης, σπούδασε στην «Ακαδημία Σιμπέλιους και στη Βιέννη».


Robert Kajanus
Uuno Klami



Κλάμι, Ούνο (Klami, Uuno, 1900-1961): Συνθέτης και ακαδημαϊκός, σπούδασε στο Ελσίνκι, τη Βιέννη και το Παρίσι. Χρημάτησε μουσικοκριτικός της εφημερίδας Helsingin Sanomat. Πηγή έμπνευσής του ήταν η θάλασσα.

Κόθεν, Άλεξ φον (Κοthen, Axel von, 1830-1860): Συνθέτης, δάσκαλος φωνητικής, μουσικοκριτικός και τραγουδιστής κλασικού ρεπερτορίου. Σπούδασε στο Ελσίνκι, τη Ρώμη, την Αγία Πετρούπολη, τη Βιέννη, το Παρίσι τη Δρέσδη και το Βερολίνο. Έδωσε πολλές συναυλίες ανά τη Ευρώπη, παρόλα τα κινητικά προβλήματα που αντιμετώπιζε.
Ilmari Krohn

Κούουλα (Kuula, Toivo Timoteus, 1883-1918): Συνθέτης. Αρχικά επηρεάστηκε από τον εθνικό ρομαντισμό, ενώ στα τελευταία έργα του από το γαλλικό ιμπρεσσιονισμό. Ο Κούουλα σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο του 1918.

Κρον, Ίλμαρι (Krohn, Ilmari, 1867-1960): Συνθέτης και μουσικολόγος, θεωρείται ο πατέρας της φινλανδικής μουσικολογίας. Ήταν ο πρώτος που δίδαξε μουσικολογία στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Συνέθεσε ορατόρια και την όπερα Τuhotulva (Καταστροφική πλημμύρα, 1917).

Λάιτινεν, Άρβο (Laitinen, Arvo, 1893-1966): Συνθέτης, καθηγητής στην «Ακαδημία Σιμπέλιους».

Λίνκο, Έρνστ (Linko, Ernst, 1889-1960): Συνθέτης και σπουδαίος πιανίστας. Χρημάτησε καθηγητής στην «Ακαδημία Σιμπέλιους».

Μάντετόγια, Λιέβι (Leevi Madetoja, 1887-1947): Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στο Ελσίνκι, το Παρίσι και τη Βιέννη. Μαθητής του Σιμπέλιους. Χρημάτισε καθηγής στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και μουσικοκριτικός στην εφημερίδα Helsingin Sanomat. Άρχισε ως ρομαντικός, αργότερα όμως επηρεάστηκε από τα ρεύματα της εποχής του.

Erkki Melartin


Leevi Madetoja

















Μέλαρτιν, Έρκι (Erkki Melartin, 1875-1937): Συνθέτης, μαθητής του Βεγκέλιους.

Μέρικάντο, Άαρε (Aarre Merikanto, 1893-1958): Συνθέτης. Άρχισε ως ρομαντικός και σιγά σιγά πέρασε στον μοντερνισμό. Χρημάτισε καθηγητής στην Ακαδημία Σιμπέλιους.

Πάλμγκρεν, Σελίμ (PalmgrenSelim, 1878-1951): Συνθέτης, σπούδασε στο Ελσίνκι και στη Γερμανία. Δίδαξε στην Ακαδημία Σιμπέλιους. Συνέθεσε πάνω από 300 κομμάτια για πιάνο κ.ά.


Selim Palmgren

Jean Sibelius





















Σιμπέλιους, Ζαν (SibeliusJean, 1865-1957): Συνθέτης, σπούδασε στη μουσική σχολή του Ελσίνκι με δάσκαλο τον Μάρτιν Βεγγέλιους, στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Τα έργα του αρχικά ήταν εμπνευσμένα από τη γερμανική μουσική, γρήγορα όμως στράφηκε προς τους μύθους της πατρίδας του.

Σένμπεργκ, Άρνολντ (Schönber, Arnold, (1874-1951): Αυστριακός συνθέτης. Η δράση του συνδέθηκε με το εξπρεσιονιστικό κίνημα. Επικεφαλής της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, εισήγαγε την ατονικότητα. Υπήρξε επίσης πολύ σημαντικός θεωρητικός της μουσικής και ζωγράφος .

Σπανούδη, Σοφία (Κων/πολη 1878 - Αθήνα 1952): Διακεκριμένη προσωπικότητα των ελληνικών Γραμμάτων και των Τεχνών, μουσικός, δημοσιογράφος, μουσικοκριτικός και λογία.

Τόρνε, Μπενγκτ (Τörne, Bengt von, 1891-1967): Συνθέτης, συνέθεσε έξι συμφωνίες, κουαρτέτα για έγχορδα και άλλη ορχηστρική μουσική. Το 1937 εξέδωσε ένα βιβλίο για τον Ζαν Σιμπέλιους με τον τίτλο Sibelius: A Close-Up.

maanantai 16. marraskuuta 2015

Atheena sodan aikana (I.K. Inha: Hellas ja helleenit, 1897)



ATHEENA SODAN AIKANA


Ensimmäinen vaikutukseni Atheenasta oli, että se on enemmän itämaalainen, kuin europalainen kaupunki. Asemahuone on perin yksinkertainen, järjestystä ei pidetä minkäänlaista. Tuskin oli juna pysähtynyt ja tuskin olimme saaneet vaunumme oven auki, ennenkuin jo monta kymmentä repaleista miestä ja poikaa hyökkäsi kimppuumme ja väkisin tahtoi repiä matkalaukut käsistämme. Joka puolelta huusivat hotellien asiamiehet, tunkeutuen ääreemme ja kiittäen omaa majataloaan. Muuan dragomaani, joka sitten vei meidät väärään hotelliin, toimitti minut yhdessä erään saksalaisen kirjeenvaihtajan kera suuriin issilianvaunuihin, ja niin jätimme rautatielle meluavan joukon edelleen huutamaan ja elämää pitämään.
Kuski sivalsi hevosia piiskalla selkään, ja täyttä laukkaa lähdettiin matkaan. Toisten edellä ajavain vaunujen kanssa syntyi hurja kilpa-ajo; kuskit ruoskivat hevosiaan, huusivat, rinnan laukkasivat molemmat vaunuparit, ikäänkuin olisi ajettu aavaa pusztaa, eikä Atheenan kapeita katuja. Vaunut nakkelivat kuoppapaikoissa ja katujen risteyksissä puolesta toiseen niin kovaa, että luulimme joka hetki lentävämme kapineillemme päivinemme katuojaan. Ohitsemme vilisivät talot, puodit, valaistut akkunat, katulyhdyt, emme ennättäneet muuta huomata, kuin että kaikkialla oli paljon väkeä ja vilkas liike. Pyssynlaukaukset, joita kuului tavan takaa, pitivät mielessä, mitä kaikki tämä kuhina merkitsi. Eräässä kadunristeyksessä kuulimme hurjaa vihellystä sadoista kimakoista pilleistä ja sivulle vilkaistessamme näimme pikimältään pölyn keskeltä pitkän saaton ihmisiä lähestyvän, Kreikan lippu etunenässä, laulaen ja meluten. Saaton etupäässä kirmasi satoja paljasjalkaisia, repaleisia, mustanaamaisia, vielä mus- tempitukkaisia katupoikia, ja nämä säestivät laulua vihellyksillään. Tuossa näyssä oli jotain sotaista, kiihkoista, villiä, joka teki syvän vaikutuksen.
Saatuamme huoneet ja pesastuamme enimmät matkatomut kasvoista ja käsistä, läksimme viipymättä kaupungille, jossa odotettiin suuria kirkollisia saattokulkuja. Kreikassa on vanha luku ja kreikkalaiskatolinen uskonto; pääsiäinen vietetään samaan tapaan kuin Venäjällä. Ilta oli aivan pimeä. Kaduille kokoontui yhä enemmän väkeä, useimmilla palavat kynttilät kädessä. Etäältä kuului lähestyvän saaton messu. Verkalleen se lähestyi lähestymistään. Edellä kulkivat valkoisiin puetut pojat, kantaen palavia lyhtyjä ja kullalla sekä hopealla kirjailtuja lippuja, joihin oli pyhimyksien kuvia maalattu. Heidän jäljessä astuivat papit ja kuorilaiset messuten, sekä näiden perässä loppumaton saatto ihmisiä kynttilöineen. Rahvas paljasti päänsä saaton lähestyessä.
Tämä oli kirkollinen meno, mutta sodan kautta se sai toisenkin luonteen. Missä vaan saattoja liikkui — niitä oli monia kulussa — kuului pyssyjen ja pistoolien pauketta, sekä sytytettiin punaisia bengaalitulia palamaan. Se oli uskonnollinen mielenosotus turkkilaisia vastaan. Kellojen läiske ja pimputus sekaantui hälinään.
Kuninkaan palatsin edustalla on ensin suuri piha, sitten kaunis esplanaadi monenlaisille etelämaisine puineen, akasioineen, palmuineen ja komeine, vanhoine kypresseineen. Vielä alempana on neliskulmainen Perustuslain tori, joka on politiikan keskusta Atheenassa. Torin ja Stadionin kadun kulmassa on suuri kahvila, joka näihin aikoihin oli kaiket päivää täpötäynnä tapauksia pohtivaa ja uusia sähkösanomia odottavaa yleisöä. Kahvilan ulkopuolella, kadulla, näki niinikään alituisesti ryhmiä. Illalla oli vielä koko tori siirretty pöytiä ja tuoleja täyteen, niin että siinä oli väkeä tuhansia katselemassa saattoja, keskustelemassa, lukemassa lehtiä mastikkalasin ja kahvikuppiinsa ääressä. Mieliala oli virkeä, sillä yhä oli saatu sotatanterelta hyviä tietoja. Myöhään yöhön viipyivät ateenalaiset taivasalla.
Palatessani seuraavana aamuna Akropoliilta näin Aiolon kadulla suuren väkijoukon, johon kiiruhti yhä uusia lisään. Joukosta kuului raikuvia kättenpaukutuksia. Sotilasmusiikki soitti. Rahvas kaikki katsoi ylöspäin erästä balkonia kohti, jolla seisoi kreikkalaisia ylioppilaita. Rahvas uudisti yhä uudistamistaan kättenpaukutuksensa, ikäänkuin tahtoen jotain. Katu oli niin täynnä, että kaikki liike seisahtui pitkäksi ajaksi. Vihdoin ilmestyi balkonille punatakkisia ja punalakkisia miehiä, italialaisia vapaaehtoisia. Italialaisten näytettyä itsensä yltyivät kättentaputukset kahta innokkaammiksi. Soitettiin vuorotellen kreikkalainen ja italialainen kansallishymni. Sivilipuvut hävisivät vähitellen balkonilta, ja yhä enemmän punaisia ilmestyi sijaan, kunnes balkoni oli kokonaan tulipunainen. Ja kun vihdoin Ricciotti Garibaldi itse ilmestyi, niin paisui yleisön innostus yli äänensä. Hän piti lyhyen puheen kiittäen mielenosotuksesta.
Jonkun ajan kuluttua marssivat punatakkiset italialaiset ulos portista, ja Garibaldi, joka oli mustassa sivilipuvussa, nousi kaupungin etevimpain porvarein kanssa vaunuihin, jotka portin edessä odottivat. Saatossa lähdettiin sitten kulkemaan pitkin kaupunkia, etupäässä sotilasmusiikki, ynnä Kreikan ja Italian liput, joita kantoivat, Kreikan lippua garibaldilainen vapaaehtoinen, Italian lippua kreikkalainen ylioppilas. Sitten ajoivat vaunut, joissa Garibaldi istui, ja viimeiseksi kulki pitkän pitkä jono yleisöä. Saatto kulki pitkin Stadionin katua, joka on Atheenan suurimpia, bulevardi-istutuksilla kahden puolen. Paljon väkeä oli kokoontunut molemmin puolin katua, balkoneille, sekä talojen ikkunoihin. Monessa paikoin sateli Garibaldin vaunuihin kukkasia, joita naiset heittelivät trotoaareilta tai ripottelivat akkunoista. Paukkupommeja räjähteli joka taholla, ammuttiin revolvereilla ja pistooleilla. Sitä myöden kuin saatto eteni, uudistuivat kättenpaukutukset ja kukkasten heitot. Monen julkisen talon akkunoista pistettiin ulos Kreikan ja Italian liput garibaldilaisten ohi kulkiessa.
Aamusta varhain myöhään iltaan kuului Atheenassa nyt alituista paukkumista. Paukkupommit eivät koskeneet korviin kipeästi, mutta alkoivat ajan pitkään hermostuttaa. Kimakampi oli pyssyjen ja revolverien ääni. Meillä tuommoista ampumista kaduilla pidettäisiin suurimpana vallattomuutena, vaan Atheenassa se oli aivan luvallista, ja joka miehellä näkyi olevan ampuma-ase taskussaan. Monta kertaa pamahti laukaus melkein korvan juuressa, ja kerran räjähti aivan jalkaini alla kellarin luukusta kova pyssynpamaus. Atheenalaiset näkyivät jo tottuneen tähän paukkinaan. Joskus saivat balkoneilla seisovat ihmiset pistooleista paperitötteröitä vasten kasvoja, mutta se ei näyttänyt heidän huomiota herättävän.
Illalla lähti osa garibaldilaisia matkaan. Yleisö hyvästeli heitä erittäin innokkaasti. Koko Perustuslain tori oli täpö täynnä rahvasta. Tuo pieni vapaaehtoinen joukko, 200 miestä, tekikin varsin syvän vaikutuksen. Siinä oli paljon hienoja kasvoja, ja prillit, joita monellakin oli nenällään, osottivat akadeemista sivistystä. Nähdä sivistyneitä miehiä vapaaehtoisesti univormussa, kiväärit olalla, lähtemässä taistelemaan vieraan maan puolesta, vapauden asian edestä, se on kuitenkin suurta. — Italialaiset vapaaehtoiset olivat saaneet omat univormut. Punaisen takin, tai oikeammin mekon tummalla kauluksella, viheliäiset housut punaisilla reunanauhoilla, vaaleat lyhyet damaskit, sekä punaisen lippulakin.
Toisen päivän illalla olivat vaikutukseni semmoiset, että Atheena oli korvin kuulla paljon sotaisempi, kuin silmin nähdä. Mielenosotukset olivat enemmän lapsellista innostusta, kuin intohimoa. Ja tuo alituinen paukkuminenkin tarkoitti yhtä paljon pääsiäisjuhlaa, kuin sotaa.
Lauantaina huhtik. 24 p. aamupäivällä oltiin Atheenassa yleensä hyvin tyytyväisiä sodan käyntiin. Epiroossa edettiin nopeasti kohti Ioanninaa, Prevesan antautumista odotettiin joka hetki, samoin Salonikin pommitusta, tiedettiin laivaston ampuneen Platamonaa ja Ekaterinaa, sekä vieneen mailiin sotaväkeäkin, katkaisemaan Edhem pashan yhteyden Salonikin kanssa. Thessalian rajalla oli ollut useita taisteluita, joissa kreikkalaiset enimmäkseen olivat olleet voitolla. Jopa kerrottiin Edhem pashan kaatuneen, ja hänen armeijansa joutuneen kolmelta puolen saarroksiin.
Sitä kovemmin kohtasivat ne uutiset, joita lauantaina iltapäivällä saapui. Ne iskivät alas kuin salama kirkkaalta taivaalta. Olin saapunut huoneeseeni Garibaldin soturien riemuretkeä katsomasta, heittäytynyt vuoteelleni hieman lepäämaan, kun äkkiä hotellin harjaaja, hyvä umpikreikkalainen poika, astui huoneeseen, tuli viereeni ja sanoi: "Turkki — Turnavo! Grecia" ... hän veti kädellään kurkkua ikäänkuin sen poikkileikatakseen. Hänen tuskansa oli niin suuri, että kiiruuinman kautta riensin kaupungille, jossa ylimääräisistä lehdistä heti näin, että poika oli totta puhunut. Eikä siinä kyllä, että turkkilaiset olivat saaneet Turnavon haltuunsa, vielä paljon pahempaa oli tapahtunut. […]

Η Αθήνα την ώρα του πολέμου (Ι.Κ. Ίνχα: Ελλάς και Έλληνες, 1897)





Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ


Η πρώτη μου εντύπωση από την Αθήνα ήταν πως είναι περισσότερο ανατολίτικη παρά ευρωπαϊκή πόλη. Η αίθουσα του σταθμού είναι πολύ απλή και δεν υπάρχει καμία τάξη. Δεν είχε σταματήσει καλά καλά το τρένο και δεν είχαμε ανοίξει τις πόρτες των βαγονιών, όταν πολλές δεκάδες κουρελιάρηδες, άντρες και αγόρια, όρμησαν πάνω μας θέλοντας να μας πάρουν τις βαλίτσες από τα χέρια. Παντού άνθρωποι από τα ξενοδοχεία προσπαθούσαν να διαφημίσουν το δικό τους. Ένας δραγουμάνος, που στη συνέχεια μας πήγε σε λάθος ξενοδοχείο, μας έβαλε εμένα κι έναν γερμανό ανταποκριτή σε μια μεγάλη άμαξα κι έτσι εγκαταλείψαμε στον σταθμό το θορυβώδες πλήθος να συνεχίζει να φωνάζει.

Ο αμαξάς μαστίγωσε τα άλογα και φύγαμε καλπάζοντας. Άρχισε τότε να συναγωνίζεται την άμαξα που πήγαινε μπροστά. Οι αμαξάδες μαστίγωναν τα άλογά τους, φώναζαν, κάποια στιγμή οι δύο άμαξες έτρεχαν η μια δίπλα στην άλλη λες και οδηγούσαν στην ανοιχτή στέπα και όχι στα στενά δρομάκια της Αθήνας. Οι άμαξες αναπηδούσαν στις λακκούβες και στις διασταυρώσεις κλυδωνίζονταν τόσο πολύ, ώστε κάθε στιγμή νομίζαμε ότι θα πεταχτούμε με όλα τα μπαγκάζια μας στην άκρη του δρόμου. Προσπερνούσαμε σπίτια, καταστήματα, φωτισμένα παράθυρα, φανάρια του δρόμου, τίποτε άλλο δεν προλάβαμε να δούμε παρά μόνο ότι παντού είχε πολύ κόσμο και μεγάλη κίνηση. Οι ντουφεκιές που ακούγονταν συνεχώς μας υπενθύμιζαν τι σήμαινε όλη αυτή η φασαρία. Σε μια διασταύρωση ακούσαμε έναν ήχο άγριο και διαπεραστικό σαν να σφύριζαν εκατοντάδες τσαμπούνες. Ρίχνοντας μια ματιά στο πλάι είδαμε να πλησιάζει μέσα στη σκόνη μια μεγάλη πομπή με την ελληνική σημαία μπροστά, ψάλλοντας και φωνάζοντας. Μπροστά έτρεχαν εκατοντάδες ξυπόλητα κουρελιασμένα μαυρομούτσουνα κι ακόμα πιο μαυροκέφαλα χαμίνια που συνόδευαν την ψαλμωδία με τα σφυρίγματά τους. Σ’ αυτό το θέαμα υπήρχε κάτι πολεμικό, παθιασμένο, άγριο, που μας έκανε βαθιά εντύπωση.

Αφού παραλάβαμε τα δωμάτιά μας και πλύναμε τη σκόνη από τα πρόσωπα και τα χέρια μας, φύγαμε αμέσως για την πόλη όπου αναμένονταν μεγάλες θρησκευτικές πομπές. Στην Ελλάδα ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο και είναι ορθόδοξοι. Το Πάσχα γιορτάζεται όπως και στη Ρωσία. Το βράδυ ήταν κατασκότεινο. Στους δρόμους συγκεντρωνόταν όλο και μεγαλύτερο πλήθος. Οι περισσότεροι κρατούσαν αναμμένα κεριά. Από μακριά ακουγόταν να πλησιάζει αργά η πομπή και η ψαλμωδία. Μπροστά πήγαιναν αγόρια ντυμένα στα λευκά που κουβαλούσαν αναμμένα φανάρια και λάβαρα κεντημένα με ασήμι και χρυσό πάνω στα οποία ήταν ζωγραφισμένες εικόνες αγίων. Πίσω τους ακολουθούσαν οι ιερείς και η χορωδία ψάλλοντας και μετά ένα ατελείωτο πλήθος με κεριά. Καθώς πλησίαζε η πομπή οι απλοί άνθρωποι αποκάλυπταν το κεφάλι τους.

Ήταν μια εκκλησιαστική τελετή αλλά λόγω του πολέμου είχε αποκτήσει διαφορετικό χαρακτήρα. Όπου περνούσαν οι πομπές –και ήταν πολλές– ακούγονταν ντουφεκιές και πιστολιές κι έπεφταν κόκκινα βεγγαλικά. Μια θρησκευτική διαδήλωση εναντίον των Τούρκων. Οι κωδωνοκρουσίες αναμιγνύονταν με τη φασαρία.

Μπροστά από το βασιλικό παλάτι υπάρχει πρώτα ένα μεγάλο προαύλιο, έπειτα μια όμορφη εσπλανάδα με πολλά δέντρα του Νότου, ακακίες, φοίνικες και όμορφα μεγάλα κυπαρίσσια. Πιο κάτω βρίσκεται η τετράγωνη πλατεία Συντάγματος, το πολιτικό κέντρο της Αθήνας.
Στη γωνία της πλατείας με την οδό Σταδίου υπάρχει ένα μεγάλο καφενείο. Εκείνες τις μέρες ήταν ασφυκτικά γεμάτο κόσμο που συζητούσε για τα γεγονότα και ανέμενε καινούρια τηλεγραφήματα. Έξω από το καφενείο, στον δρόμο, περνούσε ασταμάτητα κόσμος πολύς. Το βράδυ όλη η πλατεία ήταν γεμάτη τραπέζια και καρέκλες. Χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν τις πομπές, κουβέντιαζαν, διάβαζαν εφημερίδες μ’ ένα ποτηράκι μαστίχα ή ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά τους. Ήταν όλοι τους χαρούμενοι γιατί τα νέα από τα πεδία της μάχης ήταν καλά. Οι Αθηναίοι έμεναν έξω ως αργά.

Επιστρέφοντας το επόμενο πρωί από την Ακρόπολη είδα στην οδό Αιόλου ένα τεράστιο πλήθος που μεγάλωνε συνεχώς και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Έπαιζε η στρατιωτική μπάντα. Το πλήθος κοίταζε ψηλά, προς ένα μπαλκόνι, όπου στέκονταν έλληνες φοιτητές και συνέχιζε να χειροκροτεί σαν να ήθελε κάτι. Ο δρόμος ήταν τόσο γεμάτος, ώστε η κυκλοφορία σταμάτησε για ώρα πολλή. Τελικά εμφανίστηκαν στο μπαλκόνι άντρες με κόκκινα χιτώνια και κόκκινα καπέλα. Ήταν ιταλοί εθελοντές. Μόλις εμφανίστηκαν οι Ιταλοί τα χειροκροτήματα έγιναν δυο φορές πιο ενθουσιώδη. Η μπάντα άρχισε να παίζει τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας εναλλάξ με τον ιταλικό. Τα πολιτικά ρούχα εξαφανίζονταν σιγά σιγά από το μπαλκόνι και στη θέση τους εμφανίζονταν όλο και πιο πολλά κόκκινα, μέχρι που το μπαλκόνι κοκκίνισε εντελώς. Κι όταν επιτέλους εμφανίστηκε ο Ριτσιότι Γκαριμπάλτι ο ενθουσιασμός του πλήθους κορυφώθηκε. Ο Γκαριμπάλντι έβγαλε έναν σύντομο λόγο ευχαριστώντας για τη διαδήλωση.

Έπειτα από λίγη ώρα οι ερυθροχίτωνες Ιταλοί βγήκαν έξω και ο Γκαριμπάλντι, που φορούσε μαύρο κοστούμι, μπήκε σε μιαν άμαξα με τους σημαντικότερους αστούς της πόλης που τον περίμεναν μπροστά στην πόρτα. Έπειτα γύρισαν την πόλη εν πομπή με τη στρατιωτική μπάντα μπροστά και τις σημαίες της Ελλάδας και της Ιταλίας, τις οποίες κρατούσαν τη μεν ελληνική ένας γαριβαλδινός εθελοντής, τη δε ιταλική ένας έλληνας φοιτητής. Ακολουθούσε η άμαξα με τον Γκαριμπάλντι και τέλος πλήθος μεγάλο. Η πομπή πέρασε την οδό Σταδίου, έναν από τους μεγαλύτερους δρόμους της Αθήνας με δεντροστοιχίες στις δύο πλευρές. Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί και από τις δύο πλευρές του δρόμου, στα μπαλκόνια και στα παράθυρα. Σε πολλά σημεία οι γυναίκες πετούσαν από τα παράθυρα λουλούδια στην άμαξα του Γκαριμπάλντι. Παντού ακούγονταν πυροβολισμοί, πυροβολούσαν με περίστροφα και πιστόλια. Καθώς προχωρούσε η πομπή τα χειροκροτήματα και τα λουλούδια την ακολουθούσαν. Όταν περνούσαν οι γαριβαλδινοί από τα παράθυρα πολλών σπιτιών έβγαιναν ελληνικές και ιταλικές σημαίες.

Από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ στην Αθήνα ακούγονταν συνεχείς πυροβολισμοί που άρχιζαν να γίνονται εκνευριστικοί. Πιο οξύς ήταν ο ήχος των ντουφεκιών και των πιστολιών. Στη χώρα μας αυτούς τους αδιάκοπους πυροβολισμούς θα τους θεωρούσαμε μεγάλη απειθαρχία, στην Αθήνα όμως ήταν νόμιμοι και φαίνεται ότι όλοι οι άνθρωποι είχαν ένα όπλο στην τσέπη τους. Πολλές φορές ένιωσα να πυροβολούν δίπλα στο αυτί μου και μια φορά από το παράθυρο ενός υπογείου έσκασε μια ντουφεκιά ακριβώς δίπλα στο πόδι μου. Οι Αθηναίοι φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένοι σ’ αυτή τη φασαρία. Καμιά φορά στα πρόσωπα όσων στέκονταν στα μπαλκόνια έπεφταν και χάρτινες σαΐτες, αυτό όμως δεν φαίνεται να τους έκανε εντύπωση.

Το βράδυ πολλοί γαριβαλδινοί έφυγαν. Ο κόσμος τους αποχαιρετούσε με μεγάλο ενθουσιασμό. Όλη η πλατεία Συντάγματος ήταν ξέχειλη. Αυτή η μικρή ομάδα εθελοντών, 200 άτομα, έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλά όμορφα πρόσωπα και τα γυαλιά που φορούσαν έδειχναν πως ήταν μορφωμένοι. Είναι μεγάλη υπόθεση να βλέπεις μορφωμένους άντρες να φορούν εθελοντικά στολή και ντουφέκι στον ώμο και να πηγαίνουν να πολεμήσουν για λογαριασμό μιας ξένης χώρας για την ελευθερία. Οι Ιταλοί είχαν δική τους στολή. Κόκκινα χιτώνια με σκούρο γιακά, ανοιχτόχρωμες κοντές περικνημίδες και κόκκινο κασκέτο.

Το απόγευμα της επόμενης μέρας είχα την εντύπωση ότι η ατμόσφαιρα της Αθήνας ακουγόταν πιο πολεμική απ’ ό,τι φαινόταν. Οι διαδηλώσεις ήταν περισσότερο ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός παρά πάθος. Και οι αδιάκοποι πυροβολισμοί θύμιζαν περισσότερο Πάσχα παρά πόλεμο.

Το Σάββατο 24 Απριλίου το πρωί στην Αθήνα ήταν πολύ ικανοποιημένοι με την έκβαση του πολέμου. Στην Ήπειρο προέλαυναν γρήγορα προς τα Γιάννενα, αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή η παράδοση της Πρέβεζας, το ίδιο και ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης. Ήταν γνωστό πως το ναυτικό είχε βομβαρδίσει τον Πλαταμώνα και την Κατερίνη και είχε αποβιβάσει στρατό για να αποκόψει την επικοινωνία του Ετέμ Πασά με τη Θεσσαλονίκη. Στα σύνορα με τη Θεσσαλία γίνονταν πολλές μάχες και στις περισσότερες νικούσαν οι Έλληνες. Οι φήμες έλεγαν ακόμα ότι ο πασάς είχε σκοτωθεί και ο στρατός του ήταν περικυκλωμένος από τρεις μεριές.

Τα νέα που έφτασαν όμως το απόγευμα του Σαββάτου έμοιαζαν με κεραυνό εν αιθρία.

Είχα επιστρέψει στο δωμάτιό μου αφού πρώτα παρακολούθησα την παρέλαση των γαριβαλδινών και είχα ξαπλώσει για να ξεκουραστώ, όταν ξαφνικά ένας νεαρός Έλληνας που εργαζόταν στην καθαριότητα του ξενοδοχείου μπήκε στο δωμάτιό μου, με πλησίασε και είπε: «Τουρκία! Τύρναβος! Γκρέτσια!» κι έκανε μια κίνηση με το χέρι σαν να έκοβε το λαιμό του. Η στεναχώρια του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όρμησα γρήγορα στην πόλη, όπου από τα έκτακτα φύλλα είδα πως έλεγε την αλήθεια. Όχι μόνο ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει τον Τύρναβο, αλλά ακόμα χειρότερα. […]

Μετ. Μαρία Μαρτζούκου

maanantai 9. marraskuuta 2015

JEAN SIBELIUS. Ο μεγάλος συνθέτης της χώρας που αγωνίζεται



  Ο άνισος αγώνας της Φιλλανδίας με εχθρό που διαθέτει ασύγκριτα υπέρμετρες δυνάμεις, έκανε την ηρωϊκή αυτή χώρα συμπαθή σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αλλ’ εκτός απ’ αυτό, η πολιτισμένη τούτη χώρα είναι γνωστή στον έξω κόσμο κι’ απ’ τους μεγάλους της αρχιτέκτονες, τους διάσημους αθλητές της –όπως ο μαραθωνοδρόμος Πάαβο Νούρμι– και τους συνθέτες της, που ανάμεσα τους γνωστότερος είναι ο Σιμπέλιους. Τα έργα του παίχτηκαν και παίζονται ακόμα από πολλές συμφωνικές ορχήστρες της Ευρώπης. Πριν από μια γενεά, ο Τσαϊκόφσκη εύρυνε το περιεχόμενο και τη μορφή της συμφωνίας. Σήμερα ο Σιμπέλιους αναπτύσσει τη μορφή ακόμα περισσότερο, χρησιμοποιώντας νέα λογική, όσον δε αφορά το περιεχόμενο, του δίνει καινούργιο τόνο, τον εθνικό.
Ό,τι διακρίνει τη μουσική του Σιμπέλιους, τόσο στα μεγάλα έργα όσο και στα ποικίλα μικρότερα έργα του, που τον έκαναν αγαπητό και στο πολύ, το μη μουσικό κοινό, δεν είναι ο εθνισμός τους, αλλά η… γεωγραφία τους. Η μουσική του είναι η μουσική του μακρυνού βορρά. Οι συμφωνίες του, που είναι αληθινά μεγάλης αξίας συνθέσεις, εξαϋλώνουν τη γεωγραφία μέσα στην ατμόσφαιρα τους, στην ασκητική τους διάθεση και στο ξεχωριστό τους χρώμα. Τα διακριτικά αυτά γνωρίσματα είναι το φόντο απ’ όπου εκπηγάζει το παγκόσμιο μήνυμα.
Τα μικρότερα έργα του χρωστάνε την έμπνευσή τους σε δράματα που απαιτούνε μουσικήν υπόκρουση. Το «Θλιμένο Βαλς», υπέροχο στο είδος του–, σ’ ορισμένα σημεία, όσον αφορά την έμπνευσή του, είναι πολύ αδύνατο, αν το συγκρίνει κανένας με άλλα έργα του, που τα διακρίνει έντονη συγκέντρωση. Οι εκλογές που γράφτηκαν για τον «Πελλέα και Μελισσάνδη» έγιναν παγκόσμια γνωστές, τόσο που τις ακούει πια κανείς και σε πλάκες γραμμοφώνου. Τα αποσπάσματα κι’ ένα πένθιμο εμβατήριο ανήκουν στην κατηγορία των έργων διευθυντού ορχήστρας.
Η συλλογή των μικρότερων έργων του μπορεί να επικριθεί για την μελαγχολία που τα διακρίνει –εξόν από το ιντερμέτζο στον «Πελέα». Εκτός από τα μεγάλα του έργα, ο Σιμπέλιους έχει συνθέσει κι’ ένα περίεργο αινιγματικό μουσικό κομμάτι, που έχει τον τίτλο «Ο βάρδος» και χρωστάει την έμπνευσή του στους θρύλους των βορείων. Τη μουσική της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ πολλοί κριτικοί του δεν την κατατάσσουν ανάμεσα στα μεγάλα έργα του Σιμπέλιους. Στην τελευταία βγαλμένη συλλογή του, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, μπορεί κανείς να μελετήσει ως ένα ορισμένο σημείο τα γνωρίσματα του μουσικού έργου του Σιμπέλιους, ξεχωριστά απ’ τις βαθύτερες και προσωπικότερες εκδηλώσεις της σκέψης του, που βρίσκονται στις πιο συγκεντρωμένες συνθέσεις του.

Α.
Νέα Εστία, τχ. 314, 15 Ιανουαρίου 1940