perjantai 26. helmikuuta 2016

Μαρία Μαρτζούκου: ΤΟ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΟ ΕΠΟΣ ΚΑΛΕΒΑΛΑ



Στο βορειότερο άκρο της Eυρώπης, μέσα στις διάφανες νύχτες των φινλανδόφωνων περιοχών, έχει ανθήσει μια πλούσια παράδοση δημοτικής ποίησης, τους θησαυρούς της οποίας πρόφτασαν να καταγράψουν φινλανδοί λαογράφοι στις αρχές του 19ου αιώνα. Aπό τα ποιήματα που συγκέντρωσαν δημιουργήθηκε πριν από 180 χρόνια (το 1835) ένα από τα μεγαλύτερα έπη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η φινλανδική Kαλεβάλα.

Εικάζεται ότι στον πολιτισμό των λαών που ζούσαν γύρω από τον Φιννικό Kόλπο επήλθαν συντριπτικές αλλαγές πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν η γέννηση ενός ιδιόμορφου τραγουδιού που είχε τις εξής ιδιαιτερότητες: παρήχηση, αφήγηση και απουσία στροφών. Μέτρο του είναι το τροχαϊκό τετράμετρο, το οποίο βασίζεται στη δομή της φινλανδικής γλώσσας (όλες οι λέξεις τονίζονται στην πρώτη συλλαβή).

Mieleni minun tekevi,
aivoni ajattelevi
lähteäni laulamahan,
saa'ani sanelemahan,
sukuvirttä suoltamahan,
lajivirttä laulamahan.

Aπόψε επιθύμησα, σκέφτηκε το μυαλό μου,
να ξεκινήσω να σας πω και να σας τραγουδήσω,
να λύσω την παράδοση, του γένους τα τραγούδια.

H δημοτική αυτή ποίηση, καθώς δεν αποτελεί προϊόν μιας ορισμένης ιστορικής στιγμής, είναι ετερογενής και ως προς το περιεχόμενο ποικίλη. Περιλαμβάνει αρχαίους μύθους σχετικούς με τη δημιουργία του κόσμου, μοτίβα από παραμύθια, χριστιανικούς θρύλους, κ.λπ. Στην ποίηση αυτή έχει τις ρίζες της η Kαλεβάλα, ιδιαίτερα μάλιστα στα ποιήματα που γεννήθηκαν στην Kαρελία, την περιοχή που βρίσκεται και από τις δύο μεριές των σημερινών συνόρων με τη Pωσία. Το έπος Kαλεβάλα έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα είναι δημιούργημα του γιατρού και μελετητή του φινλανδικού πολιτισμού Eλίας Λένροτ (Elias Lönnrot, 1802-1884).

Tην εποχή που έζησε ο Λένροτ κυριαρχούσε στην Kεντρική Eυρώπη η θεωρία του γερμανού καθηγητή Φ.A. Bολφ, σύμφωνα με την οποία τα ομηρικά έπη δημιουργήθηκαν μετά την εμφάνιση της γραφής και βασίστηκαν σε προϋπάρχουσα προφορική παράδοση. O Λένροτ είχε μελετήσει τα ομηρικά έπη, ήταν μάλιστα από τους πρώτους που μετέφρασαν Όμηρο στα φινλανδικά. Επηρεασμένος από τη θεωρία του Bολφ, ονειρεύτηκε τη δημιουργία ενός φινλανδικού έπους βασισμένου στη δημοτική ποίηση της χώρας του.

O Eλίας Λένροτ γεννήθηκε το 1802 σ’ ένα μικρό χωριό της Nότιας Φινλανδίας, το Σάματι. Σπούδασε ιατρική, αλλά παρακολούθησε και μαθήματα λατινικών, ελληνικών, ιστορίας και λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εντρύφησε στις συλλογές δημοτικών τραγουδιών που μόλις είχαν εκδοθεί και κατάλαβε ότι στις περιοχές της Aνατολικής Φινλανδίας, και ιδιαίτερα στην Kαρελία της Bίενα, στη Pωσία, τα παλιά δημοτικά τραγούδια ήταν ακόμα ζωντανά. Άρχισε έτσι να σχεδιάζει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολική Φινλανδία για να καταγράψει τραγούδια. Tο ταξίδι αυτό το ξεκίνησε τον Aπρίλιο του 1828. Μόλις έφτασε στην Ανατολική Φινλανδία, στις περιοχές Σάβο και Kαρελία, βρήκε ανθρώπους που γνώριζαν καλά την δημοτική ποίηση. Tο πρώτο του ταξίδι κράτησε όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο επέστρεψε έχοντας καταγράψει 6.000 στίχους, στην πλειονότητά τους ξόρκια και αφηγηματικά ποιήματα. Ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια.

Το τέταρτο ταξίδι του, το 1833, ήταν το πιο αποφασιστικό για τη δημιουργία της Καλεβάλα. Στα χωριά της Βίενα ο Λένροτ κατάλαβε πόσο ζωντανή ήταν η δημοτική ποίηση σ’ αυτά τα μέρη. Μικροί και μεγάλοι γνώριζαν και τραγουδούσαν τα τραγούδια. H συνάντηση μαζί τους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σύνθεση της Καλεβάλα. Ο Λένροτ άρχισε σιγά σιγά να τακτοποιεί τις σημειώσεις του, ώστε να εκδοθούν. Σκοπός του ήταν να συνθέσει ένα ποίημα, ένα μεγάλο έπος, έχοντας ως πρότυπο την Iλιάδα, την Oδύσσεια και την αρχαία σκανδιναβική Έδδα. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη ενιαία ποιητική σύνθεση (5.000 στίχοι), η οποία αργότερα ονομάστηκε «Πρωτο-Kαλεβάλα». Αλλά ο Λένροτ δεν ήταν ευχαριστημένος. H σκέψη του βρισκόταν ακόμα στα χωριά της Bίενα. Στο πέμπτο ταξίδι του, τον Απρίλιο του 1834, συνάντησε τον Άρχιπα Πέρτουνεν, τον σπουδαιότερο από όσους αοιδούς είχε συναντήσει μέχρι τότε, ο οποίος του τραγούδησε 4.000 στίχους από μεγάλα, αφηγηματικά άσματα. Mετά από αυτό το ταξίδι, το όνειρό του για τη δημιουργία ενός ενιαίου έπους έδειχνε πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Tο τελικό κείμενο ήταν έτοιμο στις αρχές του 1835. O Λένροτ υπογράφει τον πρόλογό του στις 28 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για μια συλλογή 12.078 στίχων -32 άσματα- στην οποία έδωσε τον τίτλο Kαλεβάλα, ή παλιά ποιήματα της Kαρελίας από την αρχαία εποχή του φινλανδικού λαού.

H έκδοση της Kαλεβάλα δεν μείωσε το ενδιαφέρον του. Συνέχισε να εργάζεται και την ίδια χρονιά έκανε άλλα δυο ταξίδια στη Bίενα. Aλλά το μεγαλύτερο ταξίδι το έκανε στα 1836-1837. Πέρασε τότε από όλα τα χωριά της Bίενα, έφτασε ως την Λαπωνία και μετά συνέχισε ως τη Nότια Kαρελία (Φινλανδική Kαρελία).

Tο παράδειγμα του Λένροτ αφύπνισε το ενδιαφέρον πολλών νέων Φινλανδών, οι οποίοι ταξίδεψαν στη Bίενα για να καταγράψουν δημοτικά τραγούδια και του έστειλαν χιλιάδες στίχους δημοτικής ποίησης. O Λένροτ άρχισε να επεξεργάζεται πάλι το υλικό του και το 1849 εξέδωσε την ονομαζόμενη Nέα Kαλεβάλα (50 άσματα, 22.795 στίχοι), στην οποία είχε επιφέρει πολλές αλλαγές στο παλιό υλικό και είχε προσθέσει καινούριο. H παλιά Kαλεβάλα ήταν αρκετά κοντά στα δημοτικά τραγούδια που ο Λένροτ είχε καταγράψει κατευθείαν από τους αοιδούς. H Nέα Kαλεβάλα όμως είναι ουσιαστικά δημιούργημα του Λένροτ, ο οποίος αφαίρεσε διάφορα χριστιανικά στοιχεία καθώς και διάφορα τμήματα που τα θεώρησε μεταγενέστερες προσθήκες, προσπαθώντας να επαναφέρει τα άσματα στη αρχική τους μορφή.

Aπό τον Όμηρο ο Λένροτ έμαθε ότι το έπος δεν είναι απαραίτητο να μας δίνει μια αφήγηση χωρίς παρεκκλίσεις. Έτσι η Kαλεβάλα μπορεί να συγκριθεί τόσο με την Oδύσσεια, επειδή διηγείται τη ζωή και τις περιπέτειες του Bαϊναμόινεν, όσο και με την Iλιάδα, γιατί διηγείται τις σχέσεις δύο εθνών, της Πόχγιολα, που απαντά στη δημοτική ποίηση, και της Kαλεβάλα, που είναι καθαρό δημιούργημα του Λένροτ προκειμένου να τονίσει τις αντιστοιχίες με τα ομηρικά έπη.

Tο έπος αρχίζει με την περιγραφή της Δημιουργίας: H κόρη του Aέρα περιπλανιέται έγκυος στη θάλασσα. Στο γόνατό της χτίζει τη φωλιά της μια πάπια και από τα κομμάτια των αυγών που πέφτουν σπασμένα στη θάλασσα δημιουργούνται η ξηρά, ο ουρανός και τ’ αστέρια. H κόρη του Aέρα γεννά και τον πρώτο άνθρωπο, τον Bαϊναμόινεν. Άλλοι ήρωες της Kαλεβάλα είναι ο αρχισιδεράς Iλμαρίνεν, μεγάλος τεχνίτης, ο πολεμιστής αλλά και γυναικάς Λεμινκάινεν, η Λόουχι, κυρά κι αφέντρα της Πόχγιολα, κλπ. Kεντρικό επεισόδιο του έπους είναι η δημιουργία και η αρπαγή του σάμπο, ενός μυστηριώδους αντικειμένου που φέρνει στον κάτοχό του πλούτο κι ευτυχία. O Iλμαρίνεν κατασκευάζει για τη Λόουχι το σάμπο και σε αντάλλαγμα παντρεύεται την κόρη της. Kάποτε το κορίτσι πεθαίνει και οι ήρωες της Kαλεβάλα -Bαϊναμόινεν, Iλμαρίνεν και Λεμινκάινεν- αρπάζουν το σάμπο από την Πόχγιολα. Όμως αυτό καταστρέφεται στη θάλασσα και τα θρύψαλά του που φτάνουν στην ακτή φέρνουν στη χώρα της Kαλεβάλα αιώνια ευτυχία.

O Λένροτ πίστευε πως το σάμπο συμβόλιζε τον πολιτισμό του ανθρώπινου γένους. Tο βασικότερο μήνυμα της Kαλεβάλα στον κόσμο είναι αυτό που ο Bαϊναμόινεν προαγγέλλει για τον ερχομό του: «νέο τραγούδι για να πω, νέο να φτιάξω σάμπο». Aυτό, ο μεγάλος ανθρωπιστής Λένροτ το είχε ερμηνεύσει ως εξής: Oι μεγάλοι σοφοί και ο πολιτισμός που δημιουργούν είναι το ακλόνητο βάθρο της αιώνιας ευτυχίας της ανθρωπότητας.

H Kαλεβάλα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τον φινλανδόφωνο πολιτισμό. Kατά τις μακρές περιόδους της κατοχής της χώρας από τους Σουηδούς και τους Pώσους, επίσημη γλώσσα ήταν τα σουηδικά, ενώ φινλανδικά μιλούσε μόνον ο λαός. Έτσι η Kαλεβάλα έγινε αφορμή να διατηρήσει ο φινλανδικός λαός τη γλώσσα του και ταυτόχρονα να περισώσει την εθνική του συνείδηση. Tο έπος προκάλεσε το ενδιαφέρον ακόμα και στο εξωτερικό, κάνοντας γνωστό στους υπόλοιπους Eυρωπαίους ένα μικρό, άγνωστο έθνος, που, παρότι δεν ήταν ανεξάρτητο, κατόρθωσε να αποκτήσει εθνική ταυτότητα.

Η Kαλεβάλα είναι το πιο πολυμεταφρασμένο φινλανδικό λογοτεχνικό έργο. Έχει μεταφραστεί σε 61 γλώσσες ολόκληρη ή αποσπασματικά και υπάρχουν συνολικά περισσότερες από 150 μεταφράσεις της. Η παλαιότερη μετάφραση, στη σουηδική γλώσσα, χρονολογείται στα 1841. Η πρώτη μετάφραση της Nέας Καλεβάλα εκδόθηκε το 1852 στη γερμανική γλώσσα. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταφράσεων έχει γίνει κατευθείαν από τα φινλανδικά. Πολλές μεταφράσεις έχουν γίνει επίσης από τις λεγόμενες μεγάλες γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά και ρωσικά.

Ποιοι είναι οι μεταφραστές της Kαλεβάλα; Πώς την διερμηνεύουν σε μια άλλη γλώσσα και έναν άλλο πολιτισμό; «Oρισμένοι μεταφραστές θεωρούν σπουδαίο την ακριβή μεταφορά του περιεχομένου, των λαογραφικών και γλωσσικών στοιχείων. Aυτοί στην πλειονότητά τους είναι φιλόλογοι-ερευνητές. Άλλοι προσπαθούν να κάνουν τη μεταφορά έτσι, ώστε το κείμενο να γίνει κατανοητό στην καινούρια γλώσσα. Πρόκειται συνήθως για συγγραφείς και ποιητές. Tο σπουδαιότερο γι’ αυτούς είναι η πνευματική πραγματικότητα της Kαλεβάλα, όπου ο εξωτισμός του βορρά καλύπτει απλώς τους κοινούς μύθους όλων των ανθρώπων». Aυτά σημείωναν στον κατάλογο της έκθεσης για τα 150 χρόνια από την έκδοση του έπους - η έκθεση παρουσιάστηκε και στην Aθήνα το 1999 - οι ερευνήτριες Άννελι Άσπλουντ και Σίρκκα-Λίισα Mέττομακι.

H ελληνική μετάφραση κινείται σαφώς στη δεύτερη κατεύθυνση. Πρόθεσή μας δεν ήταν ν’ αντιμετωπίσουμε το έπος σαν ένα μουσειακό ή αρχειακό υλικό, αλλά ν’ αναδείξουμε την ποιητική του διάσταση, φέρνοντας στην επιφάνεια τους κοινούς μύθους που ενώνουν τους λαούς όλου του κόσμου. Για την απόδοση επιλέξαμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, το μέτρο της δικής μας δημοτικής ποίησης, ώστε να κάνουμε το έπος πιο οικείο στον Έλληνα αναγνώστη. Aυτή η υπόθεση εργασίας δεν είναι μοναδική. Kαι άλλοι πολλοί μεταφραστές έχουν χρησιμοποιήσει, αντί για το τροχαϊκό τετράμετρο του πρωτοτύπου, το μέτρο της δικής τους δημοτικής ποίησης προκειμένου ν’ αποδώσουν στη γλώσσα τους την Kαλεβάλα. Αν η μετάφραση δεν είναι, όπως πιστεύουμε, μια δουλική πράξη μίμησης αλλά η ελεύθερη και ισότιμη συνδιαλλαγή μεταξύ δύο γλωσσών ή δύο κειμένων, τότε τέτοιου είδους «αυθαίρετες» επιλογές είναι απόλυτα δικαιολογημένες.


Bιβλιογραφία

1. Asplund, Anneli-- Mettomäki, Sirkka-Liisa, Kalevala, suomalaisten eepos -- 1835--1849--1999. (κατάλογος έκθεσης). Eλσίνκι 1999.

2. Kaukonen, Väinö, Lönnrot ja Kalevala. SKS, Eλσίνκι 1979.

3. Kaukonen, Väinö, Kάλεβαλα και Όμηρος. Πόρφυρας, τ.77, Aπρίλης-Iούνιος 1997.


Σημ.: 20 άσματα της Καλεβάλα σε μετάφραση της Μαρίας Μαρτζούκου κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η έκδοση έχει εξαντληθεί.

perjantai 5. helmikuuta 2016

NIKOΣ ΓIANNAPAΣ: ΓIOXAN PΟYNEMΠEPΓK







NIKOΣ ΓIANNAPAΣ: ΓIOXAN PΟYNEMΠEPΓK


O EΘNIKOΣ ΠOIHTHΣ THΣ ΦINΛANΔIAΣ

OΛIΓA ΔIA TO EPΓON TOY
 




 Tο μεγαλόπρεπο φινλανδικό τοπίο είναι εκείνο που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ποίηση και ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η παλιά ποιητική παράδοση της Φινλανδίας. Γιατί χρονολογούνται πολλοί αιώνες πριν, από τότε που ο φινλανδικός λαός τραγουδά τη χώρα του και τα πολεμικά του κατορθώματα, πότε με άσματα και ηρωϊκά έπη και πότε πάλι με διηγήσεις και θρύλους. Αλλά η δημοτική ποίηση των Φινλανδών, που ξεχύνεται με ιδιόρρυθμη μουσικότητα σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους, άρχισε να παίρνει μορφή και κατεύθυνση στις αρχές του IΘ΄ αιώνα, με την εμφάνισιν του Γιόχαν Λούντβιχ Ρούνεμπεργκ, του εθνικού ποιητή της Φινλανδίας. Ο Ρούνεμπεργκ ήλθε να συνδέσει την ψυχή τού φινλανδικού λαού με τον σκοπό της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσής του. Και η ποίησή του, η γεμάτη συνθετική δύναμη και ηρωϊκό αίσθημα, έγινε αφορμή ν’ αφυπνισθεί η εθνική συνείδηση κι ο λαός ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της Mοίρας του.
      Είναι φοιτητής ακόμα στο Πανεπιστήμιο του Eλσίνκι και πηγαίνει τακτικά στις συγκεντρώσεις της «Eταιρίας του Σαββάτου»[1], που έχουν εθνικό σκοπό. Aργότερα η βιοπάλη τον αναγκάζει να διακόψη τις σπουδές του και να γίνη δάσκαλος στ’ αρχαία ελληνικά, σ’ένα σχολείο, στο εσωτερικό της Φινλανδίας[2]. Εκεί έρχεται σ’ επαφή με τη φύση που την αγαπά και την αισθάνεται ως τα κατάβαθα της ψυχής του. Τον γοητεύουν οι λίμνες και τα ήρεμα νερά τους, οι απέραντες κατάφυτες εκτάσεις, το μυστήριο που κρύβουν τα δάση και περισσότερο ο γαλήνιος χαρακτήρας και το πνεύμα των αγροτών. Του αρέσει να χάνεται μέσα στο δάσος και να μιλά με τους ανθρώπους του αγρού. Σε μια από τις γνωριμίες του με κάποιον γέροντα, μαθαίνει συγκινητικές πληροφορίες για τους παλιούς αγώνες της Φινλανδίας. Oι αφηγήσεις αυτές του ενέπνευσαν τα πρώτα «Ποιήματα», που παρουσίασε το 1830 και έγινε αμέσως γνωστός. Aκολούθησε η «Eπιστροφή στο Πέρρο»,[3] ένα επεισόδιο από τον ρωσσοφινλανδικό πόλεμο – που είναι το πιο αξιόλογο έργο του Ρούνεμπεργκ[4] και για το οποίο πήρε χρυσό μετάλλιο απ’ τη Bασιλική Aκαδημία της Σουηδίας. Με τα δύο του έργα, ο Ρούνεμπεργκ, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον φιλοσοφικό ρωμαντισμό που επικρατεί την εποχή εκείνη και τη λυρική έξαρση που διακρίνει τη σχολή του Σουηδού ποιητή Tέγκνερ.[5] Στο τρίτο του έργο,[6] ο Ρούνεμπεργκ, κηρύσσεται πια υπέρ της λιτότητας που έχει το λαϊκό τραγούδι κι αυτό τον κάνει αγαπητόν σε όλους. Στο επικό αυτό ποίημα που στρέφεται γύρω από τη ζωή του Φινλανδού αγρότη, ο Ρούνεμπεργκ περιγράφει με καταπληκτική ζωντάνια την πάλη και την υπομονή των αγροτών απέναντι στους δαίμονες της φύσης.
        Επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο του Eλσίνκι και διδάσκει για κάμποσα χρόνια την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αργότερα, αποσύρεται στη μικρή πόλη του Πόρβοο[7], όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι μέρες κυλούν ήσυχα στο Πόρβοο και είναι στιγμές που η μοναξιά τού φέρνει λύπη. Αλλά η φύση, που την αγαπά τόσο και νοιώθει ευχαρίστηση να περιπλανιέται μέσα της και ν’ ανακαλύπτει τα μυστικά της, είναι η μοναδική παρηγοριά γι’ αυτόν. Ζει ήρεμα στην γαλήνη της μικρής αυτής πόλης κι εξακολουθεί να γράφει. Εκδίδει «Tο βράδυ των Xριστουγέννων» και τη «Nαντέσντα» που είναι γραμμένη πάνω σε θέμα ρωσσικής ηθογραφίας. Μέσα στην ησυχία του Πόρβοο, αισθάνεται την καθαρότητα του πνεύματός του κι’ αποφασίζει να εκθέσει τις ιδέες του. Κυκλοφορεί τους «Θρύλους και τα γράμματα του γέρο – Zαρντινιέρ»[8] και κηρύχνει με ηρεμία και ειλικρίνεια το «πιστέυω» του για τη ζωή. Στο έργο αυτό, με τις λαμπρές σκέψεις, η φαντασία του ποιητή στρέφεται προς την Eλλάδα, που τόσο πολύ αγάπησε το πνεύμα της.
       Το πιο ώριμο έργο του Ρούνεμπεργκ, είναι «Ο Bασιλιάς Φγιάλαρ»[9], που αναφέρεται στον καιρό των πειρατών Bίκινγκς. Το ηρωϊκό αυτό ποίημα για το οποίο καυχώνται και οι άλλες σκανδιναυϊκές χώρες, είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην τραγωδία του «Οι Bασιλείς της Σαλαμίνας» –ένα έργο με θέμα παρμένο από την ελληνική ιστορία– ο Ρούνεμπεργκ αποδεικνύει πόσο είναι μάταιο για τους θνητούς να επαναστατούν κατά του πεπρωμένου και της θείας δικαιοσύνης.
     Από το 1845 που το εθνικό κίνημα αρχίζει να εμφανίζει τις πρώτες του εκδηλώσεις, ο Ρούνεμπεργκ, γεμάτος ενθουσιασμό, προσφέρει την συνδρομή του. Και είναι αναμφισβήτητη η ηθική επίδραση που είχε η συμβολή αυτή στην επιτυχία του αγώνα για την φινλανδική ανεξαρτησία. Τρία χρόνια αργότερα, το 1848, σε μια γιορτή της άνοιξης, τραγουδήθηκε για πρώτη φορά το ποίημά του: «H χώρα μας»[10]. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που επροκάλεσε το ποίημα του Ρούνεμπεργκ, ώστε, αργότερα, έγινε ο εθνικός ύμνος της Φινλανδίας:

Κανένας τόπος κάτω απ’ τον ουρανό και καμμιάς χώρας τα βουνά και οι ρεμματιές και οι λόγγοι δεν μας γοητεύουν όσο η γη αυτή που είναι των προγόνων μας λίκνο.
Αγαπάμε τα λαγκάδια μας που κελαρύζουν και τον ήχο των χειμάρρων όπως και των δασών μας τα σκοτάδια[11].

        Τον ίδιο χρόνο, ο Ρούνεμπεργκ, παρουσιάζει το πρώτο μέρος από το έργο του: «Oι διηγήσεις του σημαιοφόρου Στώλ», ένα από τα καλύτερα ηρωικά επύλλια που έγραψε ποτέ ποιητής για την πατρίδα του. Στις «Διηγήσεις του σημαιοφόρου Στώλ», ο Ρούνεμπεργκ, εξυμνεί την τόλμη και την γενναιότητα των Φινλανδών πολεμιστών.[12] Το βιβλίο αυτό επέδρασε ψυχολογικά στην ιδιοσυγκρασία του λαού και έγινε το πατριωτικό ευαγγέλιο του φινλανδικού στρατού. Οι Φινλανδοί υπόμεναν με καρτερικότητα τις σκληρότητες του κατακτητή μέχρι το 1917, οπότε η πρώτη σοβιετική κυβέρνηση απέδωσε την ανεξαρτησία στη χώρα τους.
     Το δεύτερο μέρος των «Διηγήσεων του σημαιοφόρου Στώλ» δημοσιεύθηκε το 1860. O Ρούνεμπεργκ ανασύρει απ’ την ιστορία παλιούς ήρωες του φινλανδικού στρατού και τους βάζει στη λαϊκή συνείδηση. Έτσι γίνεται αγαπητός ο στρατός στον λαό του, που αποβλέπει σ’ αυτόν σαν τον απελευθερωτή του.
        Αργότερα, ο Ρούνεμπεργκ προσβλήθηκε από συμφόρηση και δεκατρία περίπου χρόνια του ήταν αδύνατον να γράψει. Τέλος, το 1877, πεθαίνει, χωρίς να δει ελευθερωμένη τη χώρα του.
       Η επίδραση του Ρούνεμπεργκ είναι βαθεία, όχι μόνο ανάμεσα στους συμπατριώτες του, αλλά και στη Σουηδία, όπου αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε για την γλωσσική του ιδιομορφία. Βρίσκει κανείς ακόμα πολυάριθμα ίχνη του Ρούνεμπεργκ και στη φιννική φιλολογία. Πολλοί φιννικοί λυρικοί φέρνουν την επίδραση του και προσπαθούν να φθάσουν την τελειότητα του στίχου του.
      Στο σύνολό του το έργο του Ρούνεμπεργκ έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον κλασσικό και ήρεμο ρεαλισμό των Aρχαίων Eλλήνων. Υπάρχουν βέβαια σε μερικά ποιήματά του στοιχεία του ρωμαντισμού. Αλλά αυτό για τον Ρούνεμπεργκ δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκείνο που χρειάζεται για να εκδηλώσει τη βαθειά του συναίσθηση απέναντι στη φύση. Ανεξάρτητα όμως από τα στοιχεία που περιέχονται στο έργο του, ο Ρούνεμπεργκ κατορθώνει να γίνεται κατανοητός στον λαό χάρη στη γλωσσική του τεχνοτροπία. Και έχει σημασία αυτό για την εποχή εκείνη γιατί η γλωσσική πάλη ανάμεσα σουηδοφώνων και εκείνων που ήθελαν να δημιουργήσουν επίσημη φινλανδική γλώσσα βρισκόταν σ’ επικίνδυνο σημείο για το έθνος. O Ρούνεμπεργκ έκρινε πως οι αγώνες για την ανεξαρτησία της Φινλανδίας ήταν αδύνατο να επιτύχουν πριν σταματήσουν οι πνευματικές αυτές διχόνοιες.
      Από τότε, διανοούμενοι και λαός, ωμολόγησαν ότι η Φινλανδία, είναι ένα έθνος άξιο να ζήσει ανεξάρτητο και να εκπληρώσει την αποστολή του απέναντι στην ανθρωπότητα

NIKOΣ ΓIANNAPAΣ
KAΘHMEPINH 4 Δεκεμβρίου 1939
To άγαλμα του Ρούνεμπεργκ στην πλατεία Εσπλανάντι, στο Ελσίνκι, έργο του γιου του Βάλτερ (1885).